Με τήν «Συνθήκη της Ανεξαρτησίας» αναγνωριζόταν από τίς τρείς αυτές δυνάμεις η Ελλάδα ως Ανεξάρτητο Κράτος, με κληρονομική Μοναρχία. Τό ενδιαφέρον τής υπόθεσης είναι ότι μέχρι και τό 1825 τουλάχιστον καμιά απο τίς παραπάνω δυνάμεις δεν εξέταζε τό ζήτημα τής Ανεξαρτησίας θετικά, αφού η καθεμία θεωρούσε ότι μια Ανεξάρτητη Ελλάδα χωρίς κηδεμόνα (βλέπε νταβατζή) θα γινόταν μαριονέτα στά χέρια μιάς από τίς υπόλοιπες. Τήν ιδέα τής Ανεξαρτησίας για πρώτη φορά –γνωρίζοντας ότι δεν θα τήν αποδεχόταν κανείς– «έριξε στό τραπέζι» ο άσπονδος εχθρός τής Ελλάδας Αυστριακός Υπουργός Εξωτερικών Μέττερνιχ. Ο πλέον ενδιαφέρον όρος ήταν αυτός που αφορούσε στή χάραξη τών συνόρων. Αν και με τήν Συνθήκη τό νέο κράτος λάμβανε λιγότερα εδάφη σε σχέση με τό Πρωτόκολλο του Λονδίνου 10/22 Μαρτίου 1829, καθίστατο όμως Ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελής στόν Σουλτάνο. Τά τελικά σύνορα που ξεκίναγαν από τόν Αμβρακικό και κατέληγαν στόν Παγασητικό κόλπο ορίστηκαν τό 1832 και κατεβλήθη αποζημίωση γι’ αυτά τά εδάφη στήν Οθωμανική Αυτοκρατορία 60.000.000 γρόσια (τά οποία φυσικά και μας δάνισαν οι προστάτες μας). Τά σύνορα δηλαδή έφταναν εως τό Ζητούνι (σημερινή Λαμία). Στό νέο κράτος περιλαμβάνονταν εκτός τής Πελοππονήσου και τής Στερεάς οι Κυκλάδες, οι Σποράδες και η Εύβοια (Πρωτόκολλο τής Συνδιάσκεψης τού Λονδίνου 30 Αυγούστου 1832).
Σε άλλη ευκαιρία θ’ αναφερθώ τόσο στόν πρώτο Βασιλέα (Όθωνα) που οι ξένοι μας επέβαλαν όσο και στό πόσο ακριβά εξαγοράστηκε αυτή η Ανεξαρτησία. Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις από τίς οποίες πέρασε η Ελληνική Επανάσταση τού 1821.
3 Φλεβάρη 2014,
παρατηρητής 1.