Στην πράξη υπάρχουν δύο ειδών παζαρέματα. Το ένα έχει να κάνει με την διαμεσολάβηση μεταξύ δύο πλευρών όπου στην ουσία ο διαμεσολαβητής ασκεί πίεση στη μια πλευρά να υποκύψει στις απαιτήσεις της άλλης εκβιάζοντας την είτε ανοικτά είτε κρυφά. Είναι προφανές πως ο διαμεσολαβητής κοιτά περισσότερο το (μεσοπρόθεσμο) συμφέρον του παρά την βιωσιμότητα του συμβιβασμού.
Το δεύτερο είδος παζαρέματος είναι αυτό που δεν γίνεται. Για παράδειγμα βλέπουμε πως μια χώρα πιέζει τους γείτονες της να μπουν στη «σφαίρα επιρροής» της είτε μέσω της ανάδειξης φιλικών προς αυτή κυβερνήσεων είτε μέσω της απειλής ενσωμάτωσης περιοχών τους όπως έκανε η Γερμανία με τη Σιλεσία. Αν αφήσουμε την κατάσταση να εξελιχθεί χωρίς να επέμβουμε καθόλου, τότε αφήνουμε το «ισοζύγιο ισχύος» να καθορίσει τις εξελίξεις σχεδόν πάντα προς όφελος της ισχυρότερης πλευράς. Όταν, λοιπόν, ο ισχυρότερος πάρει αυτό που θέλει χωρίς να έχουμε αντιδράσει τότε είναι σαν να συναινέσαμε στη μεταβολή. Στην πράξη είναι σαν να διαπραγματευτήκαμε σιωπηρά μαζί του χωρίς, όμως, στην περίπτωση αυτή να έχουμε καν αποσπάσει την προφορική δέσμευση του πως δεν επιθυμεί κάτι άλλο στο μέλλον.
Και στις δύο περιπτώσεις διαπραγμάτευσης δεν υπάρχει καμία πρακτική εξασφάλιση πως ο «νταής» δεν πρόκειται να συνεχίσει να έχει απαιτήσεις από άλλες γειτονικές (κυρίως) χώρες. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» αλλά γιατί κυρίως υπάρχουν και άλλα «ζωτικά συμφέροντα» του που πρέπει να εκπληρωθούν. Άλλωστε, δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς πως ο πρώτος με τον οποίο τα βάζεις είναι ο πιο αδύναμος. Βάζοντας τα μαζί του δίνεις ένα μήνυμα στους υπόλοιπους ενώ ταυτόχρονα δοκιμάζεις και την θέληση των υπολοίπων να σου αντισταθούν. Επιπλέον, από ψυχολογικής άποψης αν έχεις ήδη υποχωρήσει μια φορά θα το κάνεις τουλάχιστον άλλη μια ή τουλάχιστον μέχρι τα δικά σου «ζωτικά συμφέροντα» να θιγούν.
Για εξελικτικούς (βιολογικούς) λόγους ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από την Ιστορία. Ή αν θέλετε αυτοί που κυβερνούν νομίζουν πως πάντα ξέρουν καλύτερα και έτσι ρίχνουν τις χώρες τους και τους πολίτες τους σε επώδυνες περιπέτειες. Η έναρξη του Β’ Π.Π. από στρατιωτικής άποψης τοποθετείται στην εισβολή της Γερμανίας (και στη συνέχεια της συμμάχου της τότε Σ. Ένωσης) στην Πολωνία. Ωστόσο, από πολιτικής άποψης η έναρξη του τοποθετείται με την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας. Της κατάληψης αυτής είχε προηγηθεί έξι μήνες πριν η κατάληψη της Σουδητίας (περιοχή της Δ. Τσεχοσλοβακίας) που οδήγησε στη «Συμφωνίας του Μονάχου» με την οποία η Γερμανία αναλάμβανε την δέσμευση να μην καταλάβει άλλο Τσεχοσλοβακικό έδαφος. Η «πολιτική του κατευνασμού» που ακολούθησε κυρίως η Βρετανία είχε αποτύχει παταγωδώς. Βλέπετε μετά την απολύτως τραυματική εμπειρία του Α’ Π.Π. Γαλλία και Αγγλία (αλλά και το Βέλγιο που ήταν στο επίκεντρο) δεν ήθελαν να εμπλακούν σ’ έναν νέο πόλεμο αν δεν ήταν απολύτως απαραίτητο. Τελικά, δεν τα κατάφεραν.
Από τη στιγμή που φάνηκε ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο η Ευρώπη μοιράστηκε εκ νέου μεταξύ των νικητών. Στην πράξη ο Ρούσβελτ (γιατί μόνο οι Η.Π.Α. είχαν την απαραίτητη στρατιωτική ισχύ να επιβάλλουν την τήρηση των συμφωνηθέντων) έδωσε στη Σ. Ένωση όλη την παλιά επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (με την εξαίρεση της Φινλανδίας της οποίας τμήμα κατέλαβε η Σ. Ένωση). Επιπλέον της έδωσε μέρος της Γερμανίας (Α. Γερμανία) προκειμένου στο μέλλον οι Γερμανοί να μην μπορούν «να σηκώσουν ξανά κεφάλι». Με το πέρασμα του χρόνου η Σ. Ένωση δεν μπόρεσε ν’ ανταγωνιστεί οικονομικά την «Δύση» και στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έχασε τον έλεγχο των εδαφών που της επιδικάστηκαν στη Γιάλτα.
Ωστόσο, αυτή η απώλεια θεωρούνταν προσωρινή μιας και η γεωγραφική θέση της (Ευρωπαϊκής) Ρωσίας και ειδικά της Μόσχας είναι αμυντικά επισφαλής. Βλέπετε από τα σύνορα της Γαλλίας με την Γερμανία ξεκινά η «Μεγάλη Βορειο-Ευρωπαϊκή Πεδιάδα» που ολοένα φαρδαίνει μέχρι το φαρδύτερο σημείο της εκεί που βρίσκεται η Μόσχα. Σε συνδυασμό με την μείωση του πληθυσμού η ανάγκη για μικρότερα και ασφαλέστερα σύνορα ήταν προφανής. Οπότε, η Ρωσία που προέκυψε από την διάλυση της Σ. Ένωσης όφειλε με το καλό ή με το άγριο να προσαρτήσει ξανά τα εδάφη που είχε «απελευθερώσει» από τους Γερμανούς.
Δυστυχώς ή ευτυχώς η «Δύση» για κάποια χρόνια θεωρούσε δικαίωμα της Ρωσίας και όχι των κρατών και των εθνών που είχαν βρει την Ελευθερία τους ν’ αποφασίζει για το μέλλον αυτών των κρατών. Στο κάτω-κάτω της είχαν επιδικαστεί στην Γιάλτα. Πιθανότατα θεωρούσαν πως συμπεριφερόμενες έτσι μπορεί μεν να καταργούσαν την «Αρχή της Αυτοδιάθεσης» αλλά τουλάχιστον δεν προκαλούσαν την Ρωσία η οποία όπως και να έχει διέθετε μεγάλο πυρηνικό αλλά και συμβατικό οπλοστάσιο. Στον «Α’ Πόλεμο της Τσετσενίας» που κήρυξε ο Γιέλτσιν για να μην αποσχιστεί το Κράτος αυτό κανείς δεν αντέδρασε. Ούτε στον «Β’ Πόλεμο της Τσετσενίας» που αυτή τη φορά κήρυξε ο Πούτιν αντέδρασε κανείς. Στο κάτω-κάτω η Τσετσενία είναι στην Ασία και όχι στην Ευρώπη οπότε…
Λιγότερο από 10 χρόνια (2008) μετά ο Πούτιν εισέβαλλε στην Γεωργία από την οποία απέσπασε τμήμα της (τη Ν. Οσετία όπου κατοικούν Ρώσι). Ούτε τότε η «Δύση» αντέδρασε αν και λίγο πριν την εισβολή η Γεωργία είχε κάνει αίτηση να μπει στην Ε.Ε. και το Ν.Α.Τ.Ο. Από τη στιγμή που και τότε η «Δύση» δεν αντέδρασε ο Πούτιν θεώρησε αυτονόητο πως θα τον άφηναν να καταλάβει και την Κριμαία το 2014. Άλλωστε η Κριμαία μέχρι την παραχώρηση της στην Ουκρανία το 1954 είναι μια σημαντική ναυτική βάση της «Μαύρης Θάλασσας» με έξοδο στην «Λευκή Θάλασσα» (Αιγαίο-Μεσόγειος).
Όλα τα παραπάνω είχε υπόψη του όταν εισέβαλλε εκ νέου το 2022 μόνο που τώρα η «Δύση» κατασκόπευε κάθε του κίνηση και δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να μένει άπραγη. Η κατάληξη είναι γνωστή: ένας πόλεμος φθοράς και για τις δύο πλευρές με τα όποια Ρωσικά κέρδη να είναι δυσανάλογα του κόστους σε άψυχο και έμψυχο δυναμικό. Η μεγαλύτερη, όμως, ζημιά ήταν αυτή στην εκφοβιστική φήμη για την δύναμη του Ρωσικού Στρατού. Μια φήμη που παρέλυε τη θέληση για αντίσταση (εκτός βέβαια και αν δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς).
Μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014 και τον πόλεμο στην Α. Ουκρανία (όπου κατοικούν Ρώσοι) οι «Δυτικοί» είχαν πλέον κατανοήσει πως ο Πούτιν δεν θα σταματούσε εκεί και πως δεν είχε κανένα νόημα να μην του αντιταχθούν όταν θα επανερχόταν μιας και αυτό όχι μόνο δεν θα τον «εξευμένιζε» αλλά θα τον «ενθάρρυνε» κιόλας.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι μια οι παρελάσεις, μια η παραγωγή από την Σ. Ένωση και την κληρονόμο της Ρωσία προηγμένων (υποτίθεται) όπλων όπως και το μεγάλο πυρηνικό της οπλοστάσιο λειτουργούσαν αποτρεπτικά ως προς την διάθεση της «Δύσης» να της αντιταχθεί. Επιπλέον η Ευρώπη είχε συνηθίσει να ζεσταίνεται, να μετακινείται και να παράγει χρησιμοποιώντας το Ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο όπως και τα μέταλλα που εξορύσσει από την Σιβηρία. Αυτή όμως η υπεροπλία όπως και το αξιόμαχο του Ρωσικού Στρατού δέχθηκαν σοβαρότατα πλήγματα στην Ουκρανία αφού αποδείχτηκε πως η προσκόλληση στον τρόπο διοίκησης του Β’ Π.Π. μείωνε σημαντικά την αποτελεσματικότητα του στο πεδίο της μάχης. Όπως λένε πλέον αστειευόμενοι πριν το 2022 ο Ρωσικός Στρατός ήταν ο 2ος στον κόσμο, τώρα είναι πάλι ο 2ος αλλά στην Ουκρανία.
Το κόστος μιας πυρηνικής αναμέτρησης (με την οποία επανειλημμένα έχει απειλήσει η Ρωσία) αλλά κυρίως το πολύ μεγάλο κόστος συντήρησης ανά δεκαετία των πυρηνικών σε συνδυασμό με την διαφθορά των στρατιωτικών και την από μέρους τους υφαρπαγή των χρημάτων που προορίζονται για τον Ρωσικό Στρατό η «Δύση» έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως η απειλή είναι «τζούφια». Γι’ αυτό και επιτρέπει στους Ουκρανούς να χρησιμοποιήσουν τα σύγχρονα όπλα τους σε χτυπήματα μέσα στη Ρωσία. Στο κάτω-κάτω η Ουκρανία πολεμά τη Ρωσία για λογαριασμό όλων των πρώην δορυφορικών της κρατών. Επιπλέον είτε επειδή οι Ρωσικοί πύραυλοι δεν έχουν πρώτης ποιότητας ηλεκτρονικά και χτυπούν τον στόχο τους με τουλάχιστον 50μ. απόκλιση είτε επειδή τα χτυπήματα στοχεύουν πολιτικές υποδομές και κατοικημένες περιοχές οι «Δυτικοί» έπαψαν πλέον να έχουν ενδοιασμούς για το αν οι Ουκρανοί έχουν το δικαίωμα να μεταφέρουν τον πόλεμο στα Ρωσικά εδάφη.
Μένει να δούμε αν και πώς (ειδικά αν έχει την δυνατότητα) θα κλιμακώσει η Ρωσία τον πόλεμο. Το μόνο σίγουρο είναι πως η «Δύση» δεν διδάχτηκε από όσα οδήγησαν στον Β’ Π.Π. και έκανε τα ίδια λάθη. Ένα επιπλέον δίδαγμα είναι πως μπροστά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους οι «μεγάλοι» πρόθυμα λησμονούν τις «Αρχές» της «Ελευθερίας», της «Δημοκρατίας» και της «Αυτοδιάθεσης» τις οποίες φέρνουν στα μέτρα που κάθε φορά επιθυμούν προκειμένου να μην εμφανιστούν ανακόλουθες.
Αν οι Η.Π.Α. ενεπλάκησαν στον «Πόλεμο της Κορέας» ακόμη και παρά ην θέληση τους επειδή δεν ήθελαν να δείξουν σε φίλους (συμμάχους) και εχθρούς ότι αφήνουν τους φίλους (συμμάχους) τους μόνους όταν βρίσκονται σε ανάγκη, τότε πρέπει να είμαστε απόλυτα σίγουροι πως δεν θ’ αφήσουν την Ουκρανία ξεκρέμαστη. Ότι και να είπε προεκλογικά ο Τράμπ δεν θα κάνει καλό ούτε στη δική του φήμη ούτε στης χώρας του η εγκατάλειψη στη τύχη τους της Ουκρανίας. Άσε που ακόμη και να σταματήσουν να την «βοηθούν» (κάνοντας καλό στις δικές τους βιομηχανίες όπλων) αυτό δεν σημαίνει πως η Ουκρανία θα μείνει χωρίς συμμάχους. Η Πολωνία δεν θέλει πολύ να την βοηθήσει εμπλεκόμενη άμεσα δείχνοντας σ’ όλους ότι είναι πλέον μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη που δεν φοβάται να τα βάλει με τη Ρωσία. Η εκεχειρία ή η ειρήνη θα έρθει μόνο αν η Ρωσία δεχτεί την de facto είσοδο της Ουκρανίας στο Ν.Α.Τ.Ο. ακόμη και αν υπάρχει δέσμευση «ουδετερότητας» ή μη ένταξης σ’ αυτό. Γιατί αν η Ουκρανία πήρε από Η.Π.Α., Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία εγγυήσεις για την ακεραιότητα της προκειμένου με προτροπή των Η.Π.Α. να δώσει πίσω στη Ρωσία τις περίπου 1.000 πυρηνικές κεφαλές, τώρα θα πάρει εγγυήσεις (οπωσδήποτε από τις Η.Π.Α.) για την ακεραιότητα της. Επιπλέον μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014 ο Ουκρανικός Στρατός οργανώνεται και εκπαιδεύεται από το Ν.Α.Τ.Ο. οπότε η «ουδετερότητα» και η μη ένταξη είναι λέξεις κενές περιεχομένου.
Πιθανότατα να είμαστε πιο κοντά στην ανατροπή (έστω και εύσχημα) του Πούτιν από τους «ολιγάρχες» που είναι οικονομικά χαμένοι από την εισβολή στην Ουκρανία παρά σε μια πυρηνική αναμέτρηση που δεν θα προσφέρει τίποτα σε κανέναν. Μια πυρηνική αναμέτρηση την οποία ούτε η Κίνα θέλει. Ενδέχεται αυτός ο πόλεμος να είναι η απόδειξη ότι τα πυρηνικά δεν είναι η λύση σε καμία των περιπτώσεων. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν γίνεται μια ζωή να υποχωρούμε σ’ ότι θέλει ο εκάστοτε «νταής» μόνο και μόνο επειδή εκβιάζει με πυρηνικό πόλεμο.
Ο Φρόμ είχε δίκιο. Φοβόμαστε την Ελευθερία επειδή η διεκδίκηση της ή η προάσπιση της έχουν κόστος. Κόστος σε άψυχα όπως τα υλικά αγαθά μας αλλά και σε έμψυχα μιας και ο αγώνας για την Ελευθερία έχει και θύματα. Δυστυχώς όσο «προοδεύουμε» τόσο η έννοια της «Ελευθερίας» σχετικοποιείται. Τα τελευταία χρόνια «Ελευθερία» σημαίνει να μπορείτε να διαλέγετε ελεύθερα την μάρκα του «έξυπνου κινητού» και να «κράζετε» τους άλλους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γι’ αυτό και οι μόνοι που φαίνεται να αισθάνονται το πραγματικό της νόημα είναι τα έθνη που πρόσφατα απέκτησαν την ανεξαρτησία τους και για τον λόγο αυτό πρόθυμα πολεμούν για την υπεράσπιση της. Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα; Οι χορτάτοι (ακόμα και οι σχετικά χορτάτοι) και οι ευδαίμονες προτιμούν όπως λέει και ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό»:
«…σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;...»
«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς.» έγραψε ο Ηράκλειτος. Ο Πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων γιατί για την επιτυχή διεξαγωγή του χρειάζονται όλες οι ποιότητες (αρετές) που μπορεί ο άνθρωπος να επιστρατεύσει. Στον πόλεμο δεν νικά ο ισχυρότερος στρατιωτικά αλλά ο ισχυρότερος ψυχικά. Νικά αυτός που «σπάει» το ηθικό του αντιπάλου του. Στον πόλεμο το πιο σημαντικό όπλο είναι η πίστη στην τελική δικαίωση, η οποία πηγάζει από την πίστη στο δίκαιο του σκοπού για τον οποίο πολεμούν. Τελικά, ο πόλεμος κρίνεται από το ηθικό αυτών που βρίσκονται τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν. Εκεί θα κριθεί και ο «Πόλεμος της Ουκρανίας».
23 Νοέμβρη 2024
«πουθενάς 1».