Font Size

SCREEN

Cpanel
Νέα σε τίτλους:

ΤΟ «ΟΧΙ» ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ (ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

28 oktovriou 1940 eikones.top .7 

ΤΟ «ΟΧΙ» ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ
(ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ)

Την ερχόμενη Δευτέρα στη Θεσσαλονίκη εορτάζεται η 84η επέτειος από το υποτιθέμενο «ΟΧΙ» του Δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στο Ιταλικό τελεσίγραφο για διέλευση του Ιταλικού Στρατού από την Ελλάδα και κατάληψη στρατηγικών σημείων της. Αν και είναι πασίγνωστο πως ποτέ δεν ειπώθηκε το «ΟΧΙ» ωστόσο το εθνικό φαντασιακό αγκάλιασε και επένδυσε σ’ αυτό το ψέμα. Ο Μεταξάς δεν είχε καμιά δουλειά ν’ απαντήσει στο Ιταλικό τελεσίγραφο και οι Ιταλοί το γνώριζαν αυτό. Άσχετα και παρά τις ιδεολογικές του προτιμήσεις ήταν Πρωθυπουργός-μαριονέτα του Γεωργίου Β’ ο οποίος καθόριζε την εξωτερική πολιτική. Δεδομένου ότι ήταν απόλυτα προσκολλημένος στην Βρετανία δεν υπήρχε καμία πιθανότητα η Ελλάδα να ταχθεί με τις Ιταλία και Γερμανία. Αυτό ήταν πασίγνωστο γι’ αυτό και οι Ιταλοί είχαν την ευγένεια να μην περιμένουν αρνητική απάντηση (δεν ήθελαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση) και ξεκίνησαν την επίθεση τους μισή ώρα πριν την εκπνοή της διορίας του τελεσιγράφου.

Πρακτικά δεν υπάρχει τίποτα να γραφτεί για εκείνη την περίοδο και αυτός είναι ένας από τους λόγους που το σημερινό κείμενο δεν θα έχει ιστοριογραφικό σκοπό. Ο άλλος λόγος είναι ο όψιμος πατριωτισμός κάποιων πολιτικών οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να μας προειδοποιήσουν για επερχόμενες εθνικές καταστροφές που «σκοτεινά κέντρα» εξυφαίνουν στο παρασκήνιο. Ακούμε συνεχώς τα τελευταία χρόνια ότι οι περίοδοι που διανύουμε είναι «κρίσιμες για τα εθνικά μας θέματα». Ειλικρινά δεν θυμάμαι πότε δεν υπήρξαν «κρίσιμες περίοδοι για τα εθνικά μας θέματα» σ’ όλο τον 196ετή βίο του Νεο-Ελληνικού Κράτους (1828).

Στην «εξωτερική πολιτική» (δηλαδή, στον διαμοιρασμό εδαφών και κυριαρχίας μεταξύ των Κρατών) υπάρχει ένα μόνιμο παζάρι. Ακόμα και στις περιόδους που δεν υπάρχει αλλαγή συνόρων η επιρροή ή/και επικυριαρχία σε μια περιοχή (που μπορεί να υπερβαίνει τα όρια ενός μόνο Κράτους) παζαρεύεται συνεχώς. Συνεπώς, είναι απολύτως λογικό να εξυφαίνονται σχέδια τα οποία αναλόγως της δύναμης της κάθε «μεγάλη» ή «περιφερειακή δύναμη» προωθεί. Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι ακριβός τόσο σε ζωές όσο και σε λεφτά, τα σχέδια εξαντλούνται τις περισσότερες φορές στην προώθηση ή/και την επιβολή Πρωθυπουργών και Κυβερνήσεων ικανών και πρόθυμων να τα εφαρμόσουν.

Μετά τις Εκλογές του 2019 ακουγόταν μεταξύ άλλων ότι ο Τσίπρας τις έχασε (λέμε τώρα) επειδή δεν ήθελε να είναι αυτός που θα υπογράψει και θα εφαρμόσει μια συμφωνία για το διαμοιρασμό του Αιγαίου (ενώ να κλείσει την εκκρεμότητα με τα Σκόπια δεν χαμπάριαζε). Υποτίθεται πως ο Κυριάκος είναι πρόθυμος να κάνει ότι του πουν αν πρόκειται έτσι να βρεθεί στην Εξουσία και να εκμεταλλευτεί το διάστημα αυτό και για προσωπικό του όφελος.

Όμως, τι σημαίνει μια συμφωνία για το Αιγαίο η οποία είτε προκύψει ως αποτέλεσμα μιας απευθείας διαπραγμάτευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είτε επιβληθεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που θα το μοιράζει κατά 80%-20% μεταξύ των δύο χωρών; Οι Τουρκικές απαιτήσεις εκκινούν από τη μη αναγνώριση της «ιδιοκτησίας» των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα. Για παράδειγμα τα Δωδεκάνησα τα παραλάβαμε από τους Ιταλούς, οι οποίοι τα πήραν από τους Οθωμανούς το 1912 όταν ακόμη δεν είχε ιδρυθεί το Τουρκικό Κράτος. Για τον λόγο αυτό οι Τούρκοι σήμερα δεν αναγνωρίζουν ως νόμιμο ιδιοκτήτη τους την Ελλάδα. Προφανώς, για να βγάλει απόφαση το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα πρέπει να εξετάσει και τους τίτλους ιδιοκτησίας.

Το ζήτημα δεν είναι τα σχέδια για το Αιγαίο και την Κύπρο που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν μιας και τα δύο αποτελούν «εκκρεμότητες» της Διεθνούς Διπλωματίας. Ούτε, επίσης, είναι η σκοπιμότητα και ενδεχομένως η πατριδοκαπηλία όσων μας προειδοποιούν σχετικά μ’ αυτά. Άλλωστε στην πράξη η ίδια η ζωή δίνει τις λύσεις. Γιατί η επιβολή μιας λύσης (σχεδίου) καθορίζεται από το «ισοζύγιο ισχύος» των εμπλεκομένων μερών και διαρκεί τόσο όσο οι αντικειμενικές συνθήκες το επιτρέπουν (αναλόγως βέβαια και του σχεδιασμού που έχει προηγηθεί).

Το «ΟΧΙ» σ’ ένα οποιοδήποτε σχέδιο είναι σχετικά εύκολο. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι είτε να παραιτηθείς ανοίγοντας τον δρόμο στον επόμενο «πρόθυμο και χρήσιμο ηλίθιο» είτε να σύρεις τη Χώρα σε μια πολεμική αναμέτρηση. Η δεύτερη επιλογή έχει τον κίνδυνο της ήττας αποτέλεσμα της οποίας θα είναι η επιβολή στο τέλος μιας μη αρεστής λύσης. Ωστόσο, εσύ ως «ηγέτης» θα έχεις κάνει το καθήκον σου και αν τυχόν είσαι και αυτός που θ’ αναγκαστεί ν’ αποδεχτεί με συνθήκη ότι πριν απέρριπτε θα έχεις την δικαιολογία ότι ήσουν υποχρεωμένος να το κάνεις.

Τα (πολιτικά) ζόρια ξεκινούν από τη στιγμή που δεν έχεις τη δύναμη να επιβάλλεις (έστω και για μικρό χρονικό διάστημα) τη λύση που επιθυμείς στον άλλο, οπότε και προκύπτει η ανάγκη διαπραγμάτευσης. Σε κάθε διαπραγμάτευση το βασικό κριτήριο (θα έπρεπε να) είναι το κόστος που αναμένεται να προκύψει για τους πολίτες από το νέο καθεστώς σε σύγκριση με το κόστος μιας πολεμικής σύγκρουσης. Σχεδόν πάντα το κόστος ενός ειρηνικού συμβιβασμού είναι πάντα μικρότερο αυτού της πολεμικής σύγκρουσης.

Ωστόσο, χειρότερο ακόμα και από μια πολεμική σύγκρουση είναι η πατριδοκαπηλία. Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό ας δούμε ένα παράδειγμα:

Έστω ότι στο παρασκήνιο εξυφαίνεται μια μη αρεστή στην Ελληνική πλευρά λύση του Κυπριακού. Η καταγγελία (το ξεσκέπασμα) ενός τέτοιου σχεδίου έχει σημασία αν και όταν αυτό τεθεί σε δημοψήφισμα. Ακόμη, όμως και τότε όλοι οι εμπλεκόμενοι οφείλουν να κατανοήσουν πως όσο χρονίζει ένα πρόβλημα και εμπεδώνεται ένα νέο (ακόμη και παράνομο) καθεστώς τόσο δυσκολότερη (αν όχι αδύνατη) την επιβολή μιας λύσης που θ’ αποκαθιστούσε τη νομιμότητα και στην καλύτερη περίπτωση θα επανάφερε την κατάσταση στο σημείο πριν τον διπλό «Αττίλα».

Αν, τώρα, κάποιοι θεωρούν ότι η προτεινόμενη λύση είναι επιζήμια και συνεχίζουν να ζητούν την πλήρη αποκατάσταση της νομιμότητας όπως την αντιλαμβάνεται η Ελληνική πλευρά (δηλαδή είναι μαξιμαλιστές) το πιθανότερο είναι πως στοχεύουν σε μια πολιτική αλλαγή που εξυπηρετεί τους δικούς τους σκοπούς. Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχουν δύο περιπτώσεις:

  • Η πρώτη είναι η πολιτική αλλαγή να οδηγήσει σε μια αδιάλλακτη ηγεσία η οποία ενδεχομένως και να οδηγήσει την κατάσταση στ’ άκρα.
  • Η δεύτερη είναι η πολιτική αλλαγή να οδηγήσει σε μια πιο πειθήνια και ενδεχομένως περισσότερο ανίκανη διαπραγματευτικά ηγεσία η οποία τελικά θα δεχθεί είτε την ίδια είτε μια χειρότερη λύση.

Υπάρχει, βέβαια, ένα ακόμη ενδεχόμενο▪ αυτό στο οποίο ο καταγγέλλων ένα εθνικά επιζήμιο σχέδιο έχει να προτείνει κάτι καλύτερο (το οποίο βέβαια θα είναι ρεαλιστικό) ν’ αντιπροτείνει. Στο ενδεχόμενο αυτό η καταγγελία-αποκάλυψη γίνεται από τη μιά για να «καεί» το σχέδιο λύσης και από την άλλη για να προετοιμαστεί ο Λαός για μια λύση μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Γιατί από ψυχολογική άποψη κάθε λύση που είναι καλύτερη από την απόλυτα κακή είναι προτιμότερη. Μόνο όταν δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια (ή να είναι αποδεκτή) είναι προτιμότερη η διαιώνιση του προβλήματος ή/και η πολεμική αναμέτρηση.  

Στη ζωή αυτό που κρίνει καθημερινά την επιτυχία ή την αποτυχία είναι το τι μπορεί καθένας μας να πετύχει μέσω μιας (άμεσης ή έμμεσης) διαπραγμάτευσης. Η ζωή κάποιες φορές είναι δίκαιη. Αυτός, όμως, δεν είναι ο κανόνας ούτε πρέπει να περιμένουμε πως πάντα θα παίρνουμε αυτό που θεωρούμε ότι δικαιούμαστε. Το μόνο ου μπορούμε και πρέπει να κάνουμε είναι να προετοιμαζόμαστε όσο καλύτερα γίνεται και εκτιμώντας κάθε φορά τις συνθήκες να διεκδικούμε ότι περισσότερο μπορούμε.  

Τελικά, το «ΟΧΙ» μπορεί να είναι ανέξοδο γι’ αυτόν που το εκστομίζει όταν το κόστος το επωμίζεται και τελικά το πληρώνει ο Λαός. Του Μεταξά δεν του κόστισε κάτι το υποτιθέμενο «ΟΧΙ». Αντίθετα το πιστώθηκε χωρίς ποτέ να το πει, γιατί ήδη σύσσωμος ο Λαός είχε προεξοφλήσει τη σύγκρουση με την Ιταλία. Μια σύγκρουση στην οποία τόσο για λόγους περηφάνειας όσο και πολιτικούς (οι Έλληνες Φασίστες ήταν λίγοι) δεν θα έκαναν πίσω. Το μόνο που πρέπει συνεχώς να έχουμε υπόψη μας και το οποίο άλλωστε προκύπτει αβίαστα από την Ιστορία μας (για όσους έχουν κάνει τον κόπο να τη διαβάσουν) είναι πως στη Διπλωματία δεν υπάρχουν «φίλοι» παρά μόνο συμφέροντα. Το μόνο κριτήριο είναι το «ισοζύγιο ισχύος» το οποίο όταν δεν είναι καταλυτικά υπέρ της μιας πλευράς παράγει λύσεις που είτε δεν ικανοποιούν κανένα είτε είναι βραχύβιες και εφαρμόζονται μέχρι να επικρατήσουν οριστικά τα συμφέροντα μιας εκ των εμπλεκομένων πλευρών.

Ωστόσο, την Δευτέρα έχουμε το δικαίωμα (λόγω της ημέρας) να φαντασιωνόμαστε πως λέμε «ΟΧΙ» στα εθνικά επιζήμια σχέδια που εξυφαίνονται στο παρασκήνιο και πως σώζουμε έτσι την πολύπαθη Χώρα μας. Το ζήτημα είναι σε ποια πραγματικότητα θα ξυπνήσουμε την επομένη εξ’ αιτίας του «ΟΧΙ».

26 Οκτώβρη 2024
«πουθενάς 1».

Διαβάστηκε 133 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Κείμενα Παρατηρητηρίου ΤΟ «ΟΧΙ» ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ (ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ)