Ο όρος «επαγγελματικός αθλητισμός» παραπέμπει στον χώρο της οικονομικής δραστηριότητας. Άρα η συνολική δραστηριότητα πρέπει να διέπεται από την ίδια νομοθεσία (τόσο την φορολογική, όσο και από αυτή που διέπει την λειτουργία των εταιρειών). Θεωρητικά αυτό συνέβη με την υποχρέωση της μετατροπής των τμημάτων μπάσκετ και ποδοσφαίρου των συλλόγων σε Ανώνυμες Εταιρείες. Αυτές οι Α.Ε. ενώ είχαν τις ίδιες ευθύνες ως πρός την λειτουργία τους και τη φορολογία τους με κάθε άλλη Α.Ε. υπόκεινταν ωστόσο και σˊ ένα ιδιαίτερο καθεστώς ελέγχου από το Υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά και από την Γ.Γ.Α. Είχαν την υποχρέωση (που δεν έχει καμία άλλη Α.Ε.) να δίνουν λογαριασμό για κάποια από τα οικονομικά τους πεπραγμένα (ειδικά για τις εξοφλήσεις των παικτών), κάτι που θεωρητικά εξασφάλιζε κάποιο κεντρικό έλεγχο.
Στη συνέχεια μέρος του ελέγχου των Αθλητικών Ανωνύμων Εταιρειών (Α.Α.Ε.) εκχωρήθηκε σε μια πιό εξειδικευμένη επιτροπή, η οποία λειτουργεί στα πλαίσια του άλλου ελεγκτικού πυλώνα (της Γ.Γ.Α.). Μιλάμε φυσικά για την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (Ε.Ε.Α.) της οποίας η λειτουργία μέσω της αδειοδότησης υποτίθεται ότι θα προσέδιδε την αναγκαία πιστοποίηση ότι όλοι οι συμμετέχοντες στα πρωταθλήματα πληρούν όλες τις ελάχιστες προϋποθέσεις του νόμου.
Η λειτουργία όμως στην πράξη δεν επιβεβαίωσε (παρά μόνο σποραδικά και κάποιοι θα έλεγαν και επιλεκτικά) τις προσδοκίες. Οι διατάξεις και οι προθεσμίες μπήκαν στην «Προκρούστεια κλίνη» και εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Ωστόσο αυτό για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορηθεί η Ε.Ε.Α. είναι ότι δεν λειτουργεί συναινετικά μιάς και ποτέ δεν «βάζει το μαχαίρι στον λαιμό» στις ομάδες όταν πρόκειται να συμπληρώσουν τον φάκελο τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Επιτροπή δεν έχει ούτε το απαιτούμενο κύρος να επιβάλλει τον νόμο ούτε και την (πραγματική) εξουσία. Έτσι υπάρχει ένα ερμαφρόδιτο σύστημα εξουσίας που από τη μιά έχει την Ε.Ε.Α. ως υπηρεσία ανήκουσα στην Γ.Γ.Α. και από την άλλη τις SUPER & FOOTBALL LEAGUE κατά περίπτωση που έχουν την ευθύνη για τη διοργάνωση των πρωταθλημάτων.
Αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουν (αν δεν το γνωρίζουν ήδη) οι «κρατούντες» είναι ότι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό που καλούμε «επαγγελματικό αθλητισμό» είναι οι ίδιοι που δραστηριοποιούνται ως επιχειρηματίες διαμορφώνοντας την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα μας. Συνεπώς όπως λειτουργούν ως επιχειρηματίες, με τον ίδιο τρόπο διοικούν τις Π.Α.Ε. & Κ.Α.Ε. Το ζήτημα είναι οι ελεγκτικές αρχές να τους ελέγχουν ουσιαστικά και σε τακτά χρονικά διαστήματα, έτσι ώστε να μην δημιουργείται σ’ αυτούς η εντύπωση ότι μπορούν να είναι ασύδοτοι (όπως και θα έπρεπε να γίνεται άλλωστε σε κάθε επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας).
Προκειμένου η Ε.Ε.Α. (αλλά και οποιαδήποτε ελεγκτική αρχή) να πετύχει στην αποστολή της πρέπει το πλαίσιο του ελέγχου (όπως και οι αντίστοιχες ρυθμίσεις που θα το εξειδικεύουν) να είναι απλό και κατανοητό από τον καθένα και τ’ αποτελέσματα του ελέγχου να δημοσιοποιούνται για να λαμβάνουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι γνώση. Αντικείμενο του ελέγχου είναι προφανώς το αξιόχρεο κάθε Α.Α.Ε. Ενδιαφέρει εν προκειμένω αν η Α.Α.Ε. είναι σε θέση να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της πρός όλους τους συναλλασσομένους (και όχι μόνο πρός το Δημόσιο) ή αν απλά «κερδίζει χρόνο» μέχρι να «σκάσει το κανόνι», τις συνέπειες του οποίου θα τις «λουστούμε» όλοι μας.
Ο τρόπος (οι ρυθμίσεις δηλαδή) με τον οποίο μπορεί να γίνει ο έλεγχος είναι εύκολο να προσδιοριστεί αρκεί να υπάρξει η σχετική βούληση. Ωστόσο πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί ο σκοπός ο οποίος εξυπηρετείται μέσω του ελέγχου των Α.Α.Ε. Δηλαδή πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι επιδιώκουμε ελέγχοντας αν η Π.Α.Ε. Α.Ε.Κ. είναι συνεπής στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Μας ενδιαφέρει μόνον αυτό, δηλαδή να είναι εντάξει στις συναλλαγές της ή θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει και η ανταγωνιστικότητα που μπορεί να δημιουργηθεί από την ύπαρξη δυνατών ομάδων; Μας ενδιαφέρει η ουσία (δηλαδή ποιές προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν για να είναι μιά ομάδα δυνατή) ή είμαστε ικανοποιημένοι παραμένοντας προσκολλημένοι σε μιά τυπολατρική προσέγγιση, η οποία αφήνει ανέγγιχτο στην ουσία το σημερινό ποδοσφαιρικό εποικοδόμημα;
Βέβαια μιά τέτοια προσέγγιση σαν και αυτή που υπαινιχθήκαμε παραπάνω απαιτεί μια συνολική (ολιστική) προσέγγιση από διάφορες κατευθύνσεις, η οποία θα ξενίσει πολλούς γιατί στην ουσία θα επιβάλλει την υποχρέωση στις Α.Α.Ε. να λειτουργήσουν σαν κανονικές (και όχι κατά συνθήκη) Α.Ε. που δραστηριοποιούνται στην «πραγματική» οικονομία. Σχετικά με τις αναγκαίες προσαρμογές θα επανέλθουμε στο μέλλον. Σήμερα ενδιαφερόμαστε να εξετάσουμε την σκοπιμότητα (δηλαδή τα κριτήρια) της αδειοδότησης, όχι μόνο γιατί είναι πιό «πιασιάρικο» αλλά και επειδή αυτή είναι η ουσία όλης της διαδικασίας.
Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ποδοσφαιρικής αγοράς η οποία όπως και να το κάνουμε εξαιτίας του μικρού της μεγέθους δεν δίνει την ευκαιρία στις ομάδες που συμμετέχουν στο Πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής να καταστούν ανταγωνιστικές σε σχέση με τις ξένες ανταγωνίστριες τους, αλλά κυρίως με τις ήδη καθιερωμένες ομάδες της χώρας. Για τον λόγο η ομάδα που κατά περιόδους (και για οποιονδήποτε λόγο, ο οποίος πολύ συχνά συνδέεται με την ιδιοκτησία της) κατέχει «δεσπόζουσα θέση», προσπαθεί με κάθε τρόπο να καταπνίξει τον ανταγωνισμό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται το Πρωτάθλημα, ο οποίος όχι μόνο είναι μεροληπτικός (με αποτέλεσμα να ευνοείται αυτός που σε σταθερή βάση διαπλέκεται με την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία) αλλά και στην ουσία είναι απρόσιτος στον έλεγχο του κράτους (εξαιτίας του υποτιθέμενου «αυτοδιοίκητου»). Τέλος δεδομένης της προβολής που τυγχάνει ο χώρος του «επαγγελματικού αθλητισμού» παρατηρείται το φαινόμενο (παλαιότερα σε μεγαλύτερο βαθμό) της εμπλοκής «επιτυχημένων» σε άλλους χώρους επιχειρηματιών, οι οποίοι αναλαμβάνουν ομάδες είτε του τόπου καταγωγής τους είτε ομάδες που να μπορούν ν’ απευθυνθούν σε μεγάλο κοινό και ξοδεύοντας μεγάλα ποσά τις ανεβάζουν στην Α’ Εθνική. Αυτές οι ομάδες ακόμα και αν στερούνται μεγάλης οπαδικής βάσης είναι δυνατόν να πρωταγωνιστήσουν για κάποια χρόνια και μετά την εξάντληση του χρηματοδότη τους επανέρχονται στην προηγούμενη αφάνεια τους (π.χ. Αθηναϊκός).
Κάθε φορά που κάποια Α.Α.Ε. βρίσκεται σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων της το κράτος προκειμένου να ικανοποιήσει το θιγμένο δημόσιο αίσθημα νομοθετεί νέες ρυθμίσεις για τον έλεγχο τους και θέτει αυστηρότερες (υποτίθεται) προϋποθέσεις (οι οποίες πρέπει να εκπληρούνται) για να τους δώσει άδεια συμμετοχής στο Πρωτάθλημα. Οι προϋποθέσεις που τίθενται για την συμμετοχή στο Πρωτάθλημα είναι τυπικά οι ενδεδειγμένες για τον σκοπό που έχουν τεθεί, αλλά ουσιαστικά δεν προσφέρουν τίποτα. Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά ενώ η κρατική μηχανή θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις αμελεί ή είναι ανίκανη να ελέγξει ουσιαστικά (κυρίως φορολογικά) τις Α.Α.Ε. με αποτέλεσμα η εκπλήρωση των προϋποθέσεων να είναι σχετικά εύκολη (εκτός αν η Α.Α.Ε. έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και υποχρηματοδοτείται από την ιδιοκτησία της).
Στην προσπάθεια της ουσιαστικής (όταν αυτή επιχειρείται) εφαρμογής της νομοθεσίας εμφανίζονται δύο μεγάλα προβλήματα, η επίλυση των οποίων δεν είνια «τεχνική», αλλά απαιτεί αυτό που λέμε «πολιτική βούληση» η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει συζήτηση (διαβούλευση) σχετικά με αυτά.
Το πρώτο πρόβλημα έγκειται στο τι επιπτώσεις έχει σε μία Α.Α.Ε. η μη αδειοδότηση της (η οποία προφανώς δεν δόθηκε εξαιτίας της κακής οικονομικής της κατάστασης με βάση την οποία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις). Το δεύτερο έχει να κάνει με το κατά πόσον η κρίση μιάς (πραγματικά) ανεξάρτητης Επιτροπής είναι η «σωστή». Αυτό με τη σειρά του μας απαιτεί από εμάς να σκεφθούμε αν τα κριτήρια σχετικά με την οικονομική κατάσταση μιάς Α.Α.Ε. (το γεγονός ότι τηρεί τις δεσμεύσεις της και τους διακανονισμούς απέναντι στους πιστωτές της, την ίδια ώρα που είναι τυπική στηις φορολογικές υποχρεώσεις της) είναι από μόνα τους αρκετά γλια την λήψη μιάς τέτοιας απόφασης.
Προφανώς και για να γράφεται αυτό το άρθρο η απάντηση είνια «όχι». Η ανάπτυξη όμως τόσο της σχετικής προβληματικής όσο και των αντίστοιχων επιχειρημάτων θα γίνει στο επόμενο σημείωμα μας.
4 Νοέμβρη 2014.
παρατηρητήριο.