Θεωρούμε ότι τόσο από το σύνολο των κειμένων όσο και από αυτά της προηγούμενης βδομάδας έχει γίνει πλήρως κατανοητό το γεγονός ότι κάποιες από τις πεποιθήσεις της Κλασικής Οικονομικής Θεωρίας έχουν τόσο διαποτίσει την οικονομική σκέψη που ακόμη και όταν δεν επαληθεύονται από τα δεδομένα παραμένουν ισχυρές και καθορίζουν απόλυτα τις αποφάσεις και τις επιλογές οικονομολόγων, αγορών και κυβερνήσεων. Είναι δε τέτοια η κατάσταση που ακόμη και αν ένας Οικονομικός Υπουργός δεν είχε αυτές τις απόψεις δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα, αφού όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες τις αποδέχονται χωρίς αμφισβήτηση. Σημασία δεν έχει τι πιστεύεις εσύ, σημασία έχει τι μπορείς να καταφέρεις εντός ενός εχθρικού και ασφυκτικού πλαισίου προσδιορισμένου έτσι ώστε να εξασφαλίζει με κάθε τρόπο και σε κάθε περίπτωση τα συμφέροντα των «εχόντων και κατεχόντων».
Υποτίθεται ότι η Οικονομική Επιστήμη έχει ως αντικείμενο την Οικονομία (διάβαζε οικονομική δραστηριότητα), τουλάχιστον έτσι νομίζει η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου. Οι οικονομολόγοι στην πλειοψηφία τους όντας κάποιοι που έχουν διδαχθεί την Οικονομική Επιστήμη ασχολούνται με την επεξεργασία, την ανάλυση, την πρόβλεψη και την διατύπωση προτάσεων νομίζοντας ότι προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, αλλά στην ουσία το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Στην ουσία όλοι οι οικονομολόγοι -ακόμα και αυτοί που διατυπώνουν φιλολαϊκές απόψεις και θέσεις- λειτουργώντας εντός του θεωρητικού πλαισίου της Οικονομικής Θεωρίας πασχίζουν κάθε φορά να διαχειριστούν τις αντιφάσεις της χρηματικής οικονομίας, διασώζοντας έτσι (και σε κάθε περίπτωση) την αξία του χρήματος που κατέχουν οι κεφαλαιοκράτες. Τόσο όμως η διαχείριση όσο και η διάσωση γίνονται κυρίως σε βάρος της μεσαίας και των κατωτέρων τάξεων, χρεώνοντας το κόστος στα 2/3 της κοινωνίας. Σημειώνουμε πως ακόμη και οι ανακατατάξεις που γίνονται από καιρό σε καιρό εντός του προνομιούχου 1/3 καθώς και οι περιπτώσεις κινητικότητας μεταξύ των τάξεων δεν αλλάζουν ουσιωδώς την κατάσταση. Εν κατακλείδι η αποστολή της Οικονομικής Θεωρίας είναι η διατήρηση μιάς όσο γίνεται σταθερής αξίας του υποτιθέμενου μέσου συναλλαγών δηλαδή του χρήματος, η οποία όμως ωφελεί ουσιαστικά αυτούς που το έχουν σε αφθονία (δηλαδή τους κεφαλαιοκράτες).
Σήμερα θ’ ασχοληθούμε με την άκρως ενδιαφέρουσα και ιδιαιτέρως πολύπλοκη διεθνή οικονομική συγκυρία, εντός της οποίας καλείται να λειτουργήσει η επόμενη Ελληνική κυβέρνηση (όποιο χρώμα ή απόχρωση χρωμάτων και αν έχει). Οι διεθνείς ισορροπίες έχουν ανατραπεί ως αποτέλεσμα της Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης που εκδηλώθηκε το 2007 και έκτοτε έχει εξελιχθεί σε Ύφεση. Στην προσπάθεια της κάθε χώρα να διατηρήσει όσα είχε πρίν την κρίση και ν’ αυξήσει την διεθνή επιρροή της έχει επιδοθεί σε σκληρό αγώνα εναντίον όλων των υπολοίπων. Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες για γρήγορες και βίαιες ανακατατάξεις οι οποίες -αν δεν υπήρχε η κρίση- θα χρειάζονταν χρόνια και σκληρός αγώνας (πιθανώς και κάποιοι «περιφερειακοί πόλεμοι») για να επιβληθούν. Τα οφέλη και τα κόστη (κέρδη και ζημιές) που προκύπτουν για κάθε χώρα είναι σχετικά και όχι απόλυτα. Τα πιο σημαντικά δεδομένα αυτού του ενδιαφέροντος και πολύπλοκου κόσμου είναι τα εξής:
- Οι Η.Π.Α. οι οποίες και πρίν την κρίση αντιμετώπιζαν την αμφισβήτηση των υπολοίπων κρατών σχετικά με τον ρόλο τόσο τον δικό τους όσο και του Δολαρίου. Το Δολάριο ήταν για πολλά χρόνια το μόνο αποθετικό νόμισμα (το νόμισμα στο οποίο τοποθετούσαν τα υπόλοιπα κράτη το πλεόνασμα τους ή το οποίο χρησιμοποιούσαν για την τήρηση των συναλλαγματικών τους αποθεμάτων). Βέβαια η ανάγκη προσέλκυσης κεφαλαίων απαιτεί «ισχυρό» Δολάριο το οποίο όμως δυσκολεύει τις εξαγωγές καθότι τις καθιστά ακριβότερες για τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άποψη αυτή είναι χρήσιμο να δούμε πως αντιδρά κάθε φορά η κυβέρνηση των Η.Π.Α. η οποία τα τελευταία χρόνια ευνόησε ένα υποτιμημένο Δολάριο παρά την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του Δημόσιου χρέους της. Δεδομένου ότι μετά την μεγαλύτερη εξαγωγική του βιομηχανία που είναι η έκδοση νέου χρήματος (με την έκδοση ομολόγων που αγοράζονται από κράτη και ιδιώτες στο εξωτερικό) οι Η.Π.Α. πλέον εξάγουν και πετρέλαιο το οποίο τιμολογείται και πληρώνεται σε Δολάρια μειώνοντας έτσι και το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου αλλά και την ανάγκη για έκδοση νέου χρήματος και δανεισμό.
- Η Κίνα η οποία είναι δανειστής των Η.Π.Α. και διατηρεί μεγάλα συναλλαγματικά διαθέσιμα επιθυμεί ν’ αρχίσει να δανείζει χώρες που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δανειστούν από τις «αγορές» ή από το Δ.Ν.Τ. Βέβαια κανείς δεν δανείζει χωρίς όφελος, το οποίο στην περίπτωση της Κίνας είναι είτε η αύξηση των εξαγωγών της στην χώρα που δανείζει είτε η χρήση των πλουταπαραγωγικών της πόρων για λογαριασμό της. Το «έγκλημα» στην δεύτερη περίπτωση είναι βέβαια μεγαλύτερο αφού χρησιμοποιούνται από ξένους και αποκλειστικά για λογαριασμό τους πηγές μη ανανεώσιμων πρώτων υλών (π.χ. πετρέλαιο) αντί να χρησιμοποιηθούν από και για τις ανάγκες των ντόπιων.
- Τόσο από την θεωρία όσο και από την πράξη προκύπτει η ανάγκη για την επίτευξη σε ετήσια βάση ποσοστού αύξησης του παγκόσμιου Α.Ε.Π. πάνω από 3% προκειμένου η «ανάπτυξη» να θεωρείται «ανατροφοδοτούμενη» (δηλαδή να μην χρειάζεται να τροφοδοτείται με κεφάλαια από κράτη και διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να διατηρηθεί). Αν και κάποιοι υπολογισμοί κατεβάζουν το ποσοστό από 3 σε 2% ωστόσο το συμπέρασμα παραμένει πως ανεξαρτήτως της οικονομικής πολιτικής κάθε μεμονωμένου κράτους το «διευθυντήριο» του διεθνούς οικονομικού συστήματος πρέπει να εξασφαλίζει τουλάχιστον αυτό το ελάχιστο ποσοστό «οικονομικής ανάπτυξης» σε ετήσια βάση.
- Η ανάγκη για «επανεκίνηση» της οικονομίας της Ε.Ε. οδηγεί στην απότομη υποτίμηση του Ευρώ έναντι κυρίως του Δολαρίου. Με τον τρόπο αυτόν οι εξαγωγές διευκολύνονται την ίδια ώρα που ότι τιμολογείται σε Δολάρια ακριβαίνει (αν και όχι πολύ). Η τάση αυτή δεν πρόκειται ν’ αναστραφεί γρήγορα. Αντιθέτως η ισοτιμία θα πέσει κι’ άλλο (με τάσεις να ισορροπήσει στο 1,10) αφού η Ε.Κ.Τ. θ’ αγοράσει κρατικά ομόλογα από κάθε κράτος-μέλος, αυξάνοντας έτσι την χρηματοδότηση τους (θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε στο κλείσιμο).
- Ο «πόλεμος μέχρις εσχάτων» των πετρελαιοπαραγωγών χωρών μέσω του οποίου επιδιώκεται το «ξαναμοίρασμα της πίτας» (δηλαδή η αλλαγή των μεριδίων κάθε χώρας στην αγορά). Τα μέχρι στιγμής «θύματα» είναι οι χώρες του Ο.Π.Ε.Κ., η Ρωσία και η Βενεζουέλα. Οι δύο τελευταίες (κυρίως όμως η Βενεζουέλα) θ΄αντιμετωπίσουν πολύ μεγάλα προβλήματα (ήδη τ’ αντιμετωπίζουν) καθώς με τα κέρδη από το πετρέλαιο χρηματοδοτούσαν είτε τις αμυντικές τους δαπάνες (Ρωσία) είτε ασκούσαν κοινωνική πολιτική μέσω της παροχής πολύ φθηνών ή/και δωρεάν τρόφιμων στους φτωχούς τους πολίτες (Βενεζουέλα). Δεδομένου ότι οι τιμές του πετρελαίου προσεγγίζουν το κόστος εξόρυξης κάποιων παραγωγών κρατών (το οποίο ποικίλλει από χώρα σε χώρα) το ζήτημα που τίθεται είναι: «Ποιός θα κάνει πρώτος πίσω χάνοντας σημαντικό μερίδιο στην αγορά πετρελαίου;». Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η εξόρυξη πετρελαίου στις Η.Π.Α. επιδοτείται (σε Δολάρια φυσικά) κάτι που κάνει ανεκτή από τις εταιρείες την πτώση της τιμής πώλησης.
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται προφανής η δυσκολία να λάβει κανείς μιά ξεκάθαρη στάση σχετικά με την οικονομική πολιτική που θα εφαρμόσει. Εκτός από τις πολιτικές ισορροπίες που θα έπρεπε να κρατήσει κρίσιμη παράμετρος είναι και η δυσκολία της αλλαγής προσανατολισμού για παράδειγμα στις εξαγωγές, η οποία μπορεί ν’ απαιτηθεί μετά από έκτακτα γεγονότα όπως οι κυρώσεις της Ρωσίας σε βάρος των κρατών μελών της Ε.Ε. σε απάντηση των αντίστοιχων κυρώσεων της Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας για την επέμβαση στην Ουκρανία. Πρέπει για παράδειγμα η Ελλάδα να βρεί σε σύντομο χρονικό διάστημα νέες αγορές για τα προϊόντα της που θα αποροφόυσε η Ρωσική αγορά, την ίδια στιγμή που η Ρωσία στρέφεται πρός την Τουρκία (την αιώνια εχθρό της στην περιοχή) για ν’ αποροφήσει το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της.
Πρέπει να είναι επίσης ξεκάθαρο ότι στην παρούσα φάση και πιθανόν για την επόμενη δεκαετία το Ευρώ θα βρίσκεται πολύ κοντά στο 1:1 με το Δολάριο παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στις ευρωπαϊκές εξαγωγές να διεισδύσουν σε νέες αγορές, την ίδια στιγμή που τα κράτη τα οποία το χρησιμοποιούν σαν νόμισμα θα υπόκεινται σε μικρότερους οικονομικούς κινδύνους εξαιτίας των όποιων διακυμάνσεων του. Συνεπώς ακόμα και αν η Ελλάδα δεν είχε το Ευρώ ως νόμισμα της θα έπρεπε για τα προσεχή χρόνια να συνδέσει το εθνικό της νόμισμα μ’ αυτό, όπως στο παρελθόν (αλλά ακόμη και τώρα) κάνουν άλλα κράτη.
Πολλά λέγονται σχετικά με την χρηματοδότηση των κυβερνήσεων μέσω της αγοράς ομολόγων τους από την Ε.Κ.Τ. Το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι η χρηματοδότηση αυτή καθ’ εαυτή, αλλά το πώς θα την διαχειριστούν τα κράτη που θα την λάβουν. 9 στις 10 φορές που γίνεται αυτή η συζήτηση οι ομιλητές είναι εκτός θέματος. Αρέσκονται να πιπιλάνε την ίδια καραμέλα ξανά και ξανά μιλώντας για επενδύσεις στην παραγωγή οι οποίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας κ.λπ. Λένε αυτά που θεωρούν πως «θέλει ο κόσμος ν’ ακούει» αγνοώντας σκόπιμα σημαντικές παραμέτρους τις οποίες ακόμα και μαθητής Γυμνασίου θα κατανοούσε. Για να έχουν αποτέλεσμα οι «παραγωγικές επενδύσεις» θα πρέπει να είναι δυνατόν να ολοκληρώνονται γρήγορα και τα χρηαμτοοικονομικά δεδομένα και οι υποθέσεις για την απόδοση τους (επιχειρηματικό σχέδιο/business plan) να είναι μετριοπαθές και όχι ωραιοποιημένο για να καταστήσει την χρηματοδότηση της επένδυσης θελκτικότερη («κάτσε να πάρουμε τα λεφτά και μετά βλέπουμε»).
Από την άποψη της αύξησης του Α.Ε.Π. το κράτος (αν θα είχε την ελευθερία να τα διαθέσει όπως νομίζει) θα έπρεπε (όπως έχουμε γράψει και σε άλλο μας άρθρο) να τα δώσει με την μορφή επιδόματος στα κατώτερα στρώματα, τα οποία έτσι θα είχαν την ευκαιρία είτε να ξεπληρώσουν τα χρέη τους (αυξάνοντας την ρευστότητα των πιστωτών τους, οι οποίοι έτσι θα εισπράξουν οφειλές τις οποίες θεωρούσαν επισφαλείς και ενδεχομένως ανείσπρακτες η διαγραφή των οποίων θα παρήγαγε ζημιές στους ισολογισμούς τους) είτε να καταναλώσουν το υπόλοιπο ή/και το σύνολο του επιδόματος. Μέρος των χρημάτων αυτών μπορούν να δοθούν σαν «επιταγές για...» (voucher στα Ελληνικά) την επισκευή π.χ. οικιών ή/και καταστημάτων, την ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων, την αγορά αυτοκινήτου κ.α. αρκεί να είναι σε θέση το κράτος να εξασφαλίσει ότι οι λήπτες (εργολάβοι, κατασκευαστές) θα φορολογηθούν γι’ αυτά. Ίσως αυτός ο τρόπος να είναι και ο καλύτερος καθώς έτσι τα χρήματα «θα πέσουν στην αγορά» και δεν πρόκειται ν’ αποταμιευθούν για μελλοντική χρήση.
Βέβαια ακόμη και ν’ αυξηθεί η κατανάλωση το όφελος για την Εθνική Οικονομία μας θα είναι σχετικό, αφού ανάλογα με το αν αυξήθηκε η εγχώρια ή η εισαγόμενη κατανάλωση θα είναι και τα θετικά για την Χώρα αποτελέσματα. Είναι προφανές ότι η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, δηλαδή των προϊόντων που κατασκευάζονται στην Ελλάδα είναι περισσότερο θετική (και άρα επιθυμητή) από την αύξηση των εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών. Φυσικά σε κάποιες κατηγορίες προϊόντων όπως τα ηλεκτρικά είδη η αύξηση των εισαγομένων ειδών θα είναι δεδομένη στο βαθμό που αυτά δεν μπορούν να υποκατασταθούν από εγχώρια. Ένα από τα μέτρα για την αύξηση των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων (ειδικά αυτών που ανταγωνίζονται με ξένα π.χ. τυριά, κρασιά) θα ήταν η υπαγωγή τους σε μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. Με τον τρόπο αυτό παρά τον μειωμένο συντελεστή θα μπορούσαν -λόγω της αυξημένης κατανάλωσης- ν’ αντληθούν παραπάνω φορολογικά έσοδα.
Δεδομένου ότι βρισκόμαστε στο κλείσιμο της προεκλογικής περιόδου και το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (αυτοδύναμης ή συνεργασίας) είναι υπαρκτό, θα επαναλάβουμε με μιά σημαντική σημείωση. Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν η οικονομία διαμορφώνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι θα ήθελε να παραδεχτεί η Κλασική Σχολή Οικονομικής Σκέψης όχι από τις ορθολογικές αποφάσεις των συμμετεχόντων σ’ αυτή, αλλά από την ψυχολογία τους η οποία διαμορφώνεται κάθε στιγμή από φήμες, εκτιμήσεις και γεγονότα. Η σπέκουλα της Ν.Δ. σχετικά με τους κινδύνους από την νίκη στις εκλογές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. καθώς και η αναποφασιστικότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να μιλήσει καθαρά για το τι πρόκειται να κάνει (πιθανώς επειδή δεν έχει ήδη αποφασίσει οριστικά, αλλά και για εσωκομματικές ισορροπίες) δημιούργησε ένα ρευστό και ομοχλώδες τοπίο το οποίο επιβάρυνε και επιβαρύνει την οικονομία συνολικά. Η συνειδητή επιλογή κάποιων να μην πληρώσουν τους φόρους τον Δεκέμβριο τηρώντας στάση αναμονής καθώς και οι αναλήψεις (κλείσιμο λογαριασμών) από τις τράπεζες δημιούργησαν ένα αυτοτροφοδοτούμενο φαινόμενο, μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Οι αναλήψεις που έγιναν υπό το κράτος του μίνι πανικού (προφανώς απ’ όσους έχουν λεφτά στις τράπεζες, γιατί η μεγάλη και δοκιμαζόμενη πλειοψηφία δεν έχει μεγάλα υπόλοιπα στους λογαριασμούς της) οδήγησαν τις «μεγάλες» τράπεζες (διάβαζε «συστημικές») να ζητήσουν την έκτακτη παροχή ρευστότητας από τον E.L.A. Στο σημείο αυτό η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει καθώς μόνο και μόνο η γνωστοποίηση της είδησης μπορεί να οδηγήσει στην εκτίμηση ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα και σε μεγαλύτερη εκροή καταθέσεων. Η λεπτομέρεια που μπορεί να κάνει την διαφορά είναι ότι αν οι τράπεζες ζητούσαν από τον μηχανισμό E.L.A. μέχρι 500 εκ. Ευρώ καθεμιά τους θα τα έπαιρναν την επόμενη στιγμή. Δεδομένου όμως ότι ζήτησαν καθεμία πάνω από 500 εκ. έπρεπε να υποβάλλουν νωρίτερα το αίτημα (επειδή απαιτείται προέγκριση) δημιουργώντας έτσι αναστάτωση στην αγορά. Την επίδραση που έχει η ψυχολογία στην οικονομική δραστηριότητα δεν θα πρέπει να την παραγνωρίζει κανείς είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση.
Τέλος μιλώντας κυρίως (αλλά όχι μόνο) πολιτικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι «εταίροι» μας στην Ε.Ε., οι οποίοι δεν στενάζουν λιγότερο από εμάς από την ασφυκτική πολιτική καταπίεση της Γερμανίας, δεν πρόκειται να στέρξουν σε βοήθεια μας (ακόμη και αν το ήθελαν) κυρίως γιατί νομίζουν ότι δεν μπορούν ν’ αντιταχθούν στους Γερμανούς. Ακόμη και οι Γάλλοι οι οποίοι αποτελούν τον άλλο πυλώνα της Ε.Ε. δεν τολμούν να τους «πάνε κόντρα». Αυτοί λοιπόν οι εταίροι έχουν δώσει ξεκάθαρα μηνύματα (τα οποία κανείς δεν δικαιούται να παρερμηνεύσει για την στάση στους μετά τις εκλογές. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μέρκελ απειλούσε τον Γ. Παπανδρέου με αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου της Ελλάδας στα όργανα της Ε.Ε. αν τελικά προχωρούσε σε δημοψήφισμα. Συνεπώς αν πρόκειται κάποιος να προχωρήσει σε σύγκρουση θα πρέπει να είναι έτοιμος να βαδίσει σ’ ένα μονοπάτι χωρίς επιστροφή. Άλλωστε με κριτήριο τη συμπεριφορά τους τα προηγούμενα χρόνια είναι προφανές ότι υπό τη «σιδηρά πυγμή» της Γερμανίας δρούν σαν συμμορία τοκογλύφων, οι οποίοι δεν διστάζουν (το είπαν άλλωστε και καθαρά) να «σκοτώσουν» τον οφειλέτη για να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι.
20 Γενάρη 2015.
παρατηρητής 1.