Font Size

SCREEN

Cpanel

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟ «ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ». ΚΑΠΟΙΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠ’ ΟΨΗ ΠΡΙΝ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ»

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟ «ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ». ΚΑΠΟΙΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠ’ ΟΨΗ ΠΡΙΝ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ».

Έχει επικρατήσει η άποψη ότι κάθε συζήτηση σχετικά με την λειτουργία της Οικονομίας, του Ασφαλιστικού Συστήματος και του Συστήματος Υγείας οφείλει να γίνεται στην βάση αριθμών, στατιστικών μοντέλων τα οποία χρησιμοποιούνται για μελλοντικές προβολές (προβλέψεις) και αναλογιστικών μελετών. Η επικράτηση της άποψης αυτής βολεύει τόσο αυτούς που επικαλούμενοι τα νούμερα λαμβάνουν τις αποφάσεις όσο και τους πολίτες οι οποίοι θεωρώντας ότι (εκτός ελαχίστων) δεν έχουν τα φόντα ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του διαλόγου ιδιωτεύουν εκχωρώντας σε τρίτους το δικαίωμα ν’ αποφασίσουν γι’ αυτούς. Στο κάτω-κάτω στην μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν αρέσει να πολυσκοτίζονται για κάτι (αν και ποτέ δεν χάνουν την ευκαιρία να ξεφτυλίσουν όποιον κρίνουν ότι τους πρόδωσε).

Η λειτουργία του Ασφαλιστικού μας Συστήματος είναι στην επικαιρότητα εδώ και δεκαετίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάθε τόσο να διαπιστώνονται προβλήματα και να διαπιστώνεται η ανάγκη «μεταρρυθμίσεων» (ότι περιεχόμενο και αν τους δίνει κανείς). Οι εκάστοτε «μεταρρυθμίσεις» στοχεύουν στην αντιμετώπιση της μείωσης του κόστους τόσο του Συστήματος Υγείας όσο και του Συνταξιοδοτικού. Εστιάζουν (όπως η σύγχρονη ιατρική) στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων χωρίς να παίρνουν την απαραίτητη απόσταση από την πραγματικότητα για να δούν την «συνολική εικόνα».

Η κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει ότι η σύνταξη είναι τα λεφτά που έχει πληρώσει κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου ο πρώην εργαζόμενος και νυν συνταξιούχος. Έτσι το Κράτος λειτουργεί ως «επενδυτής-διαχειριστής» των χρημάτων αυτών τα οποία οφείλει στην συνέχεια ν’ αποδώσει στον ασφαλισμένο και την οικογένεια του (αναλόγως της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας).  

[Βέβαια οι εισφορές περιλαμβάνουν και ποσά τα οποία προορίζονται για την ιατροφαρμακευτική κάλυψη τόσο του ασφαλισμένου όσο και της οικογένειας του. Οι κρατήσεις οι σχετικές με την περίθαλψη του ασφαλισμένου είναι το συντριπτικά μικρότερο μέρος των συνολικών (για παράδειγμα στο Ι.Κ.Α. αποτελούν το 7,10% των συνολικών κρατήσεων, το οποίο αναλύεται σε 6,45% για παροχές ασθένειας σε είδος και σε 0,65% για παροχές ασθένειας σε χρήμα). Έτσι αν χρειαστεί είτε ο ασφαλισμένος είτε μέλη της οικογένειας του περίθαλψη για σοβαρά προβλήματα υγείας ενδέχεται στο τέλος τα έξοδα να έχουν υπερβεί τις μέχρι τότε εισφορές για τον κλάδο περίθαλψης.]

Εναλλακτικά της κυρίαρχης άποψης (η οποία αποδίδει στο Κράτος τον ρόλο του «επενδυτή-διαχειριστή») έχει αναπτυχθεί η «φιλελεύθερη» άποψη η οποία θέλει το ίδιο το άτομο ν’ αναλαμβάνει την διαχείριση των χρημάτων αυτών συνάπτοντας συμβόλαια με ασφαλιστικές εταιρείες ή/και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων. Τα συμβόλαια αυτά μπορεί να είναι είτε επικουρικά της υποχρεωτικής ασφάλισης στα από τον νόμο προβλεπόμενα Ασφαλιστικά Ταμεία ή μπορεί να την αντικαθιστούν. Η λογική πίσω από αυτή την άποψη είναι ότι οι ιδιωτικές αυτές εταιρείες είναι καλύτερες από το Κράτος στην διαχείριση και την επένδυση κεφαλαίων, ενώ την ίδια στιγμή δεν χρησιμοποιούν τα κεφάλαια αυτά για την κάλυψη άλλων αναγκών (όπως κάνει το Κράτος σε πολλές περιπτώσεις, το οποίο υποτίθεται ότι «εγγυάται» τις συντάξεις).

Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ της «ιδιωτικής ασφάλισης» είναι ότι αυτή είναι πολύ διαδεδομένη στο εξωτερικό (κυρίως στις Η.Π.Α.). Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει πλήθος περιπτώσεων στις οποίες τα χρήματα αυτά «χάθηκαν» και οι ασφαλισμένοι είδαν τα σχέδια τους για συνταξιοδότηση να καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος. Εταιρείες κολοσσοί όπως η αεροπορική TWAχρεοκόπησαν τελικά αφού όμως προηγουμένως είχαν βάλει χέρι στα λεφτά του συνταξιοδοτικού ταμείου των εργαζομένων τους. Είναι άλλωστε συνήθης πρακτική το συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζομένων να δανείζει την εταιρεία στη οποία δουλεύουν (όπως π.χ. η ΓΕΝΟΠ την Δ.Ε.Η.) λαμβάνοντας είτε τόκο είτε μετοχές της (το ίδιο έκανε και η Κυβέρνηση Τσίπρα με τ’ αποθεματικά των ταμείων και των φορέων του Δημοσίου τα οποία έβαλε στο χέρι μέσω της «επένδυσης» τους σε repos).      

Μεσούσης της κρίσης η Τράπεζα της Ελλάδος κάνοντας χρήση του εποπτικού της ρόλου επέβαλλε στις ασφαλιστικές εταιρείες την τροποποίηση των όρων των συνταξιοδοτικών συμβολαίων. Η τροποποίηση αυτή συνίστατο στο γεγονός ότι οι ασφαλιστικές θα πλήρωναν τους πελάτες τους μέχρι να εξαντληθούν τα λεφτά που αυτοί είχαν επενδύσει (κεφάλαιο + αποδόσεις) και όχι όπως ίσχυε μέχρι εκείνη την στιγμή όταν οι ασφαλισμένοι πληρώνονταν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Πλέον οι συνολικές πληρωμές θα είναι ίσες με το σύνολο της επένδυσης.

Τι θα συνέβαινε να εφαρμοζόταν η ίδια αρχή στις συντάξεις που δίνουν τα ταμεία ασφάλισης; Θα χρησιμοποιήσω σαν πρώτη ύλη την δουλειά του Γεράσιμου Λιόντου (βλέπε εδώ) ο οποίος αρθρογραφεί στην εφημερίδα «ΚΟΝΤΡΑ» όπως αυτή ανέβηκε στην ιστοσελίδα www.eksegersi.gr.

Στο εν λόγω άρθρο ο Λιόντος δίνει κάποιους υπολογισμούς για τις 3 πρώτες από τις 7 κλάσεις του Ο.Γ.Α. Ο Λιόντος υπολόγισε τόσο τις κρατήσεις όσο και την σύνταξη και για τις 3 αυτές κλάσεις για την ελάχιστη χρονική διάρκεια των 17 χρόνων ασφάλισης. Στον πίνακα που ακολουθεί υπολογίζεται η χρονική διάρκεια που απαιτείται για ν’ αναλωθεί όλο το κεφάλαιο (συνολικές εισφορές) μέσω της πληρωμής της σύνταξης:

 

 

 

ΚΛΑΣΗ

ΣΥΝΟΛΟ ΕΙΣΦΟΡΩΝ

ΜΗΝΙΑΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

12.803,04

165,50

6 ΧΡΟΝΙΑ, 5 ΜΗΝΕΣ, 11 ΜΕΡΕΣ

14.469,72

205,16

5 ΧΡΟΝΙΑ, 10 ΜΗΝΕΣ, 16 ΜΕΡΕΣ

18.220,04

246,86

6 ΧΡΟΝΙΑ, 1 ΜΗΝΑΣ, 24 ΜΕΡΕΣ

     

1 ΜΗΝΑΣ = 30 ΜΕΡΕΣ

 

Το διάστημα ποικίλλει από τα 5 χρόνια τους 10 μήνες και τις 16 μέρες της 2ης κλάσης ως τα 6 χρόνια τους 5 μήνες και τις 11 μέρες της 1ης κλάσης. Δεδομένου ότι το ελάχιστο διάστημα ασφάλισης από το οποίο προκύπτουν και τα ποσά του πίνακα είναι τα 17 έτη, αν υποθέσουμε ότι ο αγρότης ασφαλίζεται στα 25 του χρόνια (και αν υποθέσουμε ότι η απονομή της σύνταξης είναι ανεξάρτητη ορίου ηλικίας) τότε στα 42 του μετατρέπεται σε συνταξιούχο και μέχρι τα 49 του (χοντρικά) έχει λάβει σύνταξη ίση με τις συνολικές εισφορές του.

Βέβαια στον παραπάνω υπολογισμό δεν έχει ληφθεί υπ’ όψη η απόδοση των εισφορών του (τα λεφτά που κέρδισε ο Ο.Γ.Α. από την «επένδυση» των χρημάτων αυτών). Επίσης δεν ελήφθη υπ’ όψη η διαφορά στην αξία των χρημάτων (πληθωρισμός/άνοδος κόστους ζωής) η οποία δίνει στις παλαιότερες εισφορές μεγαλύτερη αξία. Ακόμα όμως κι έτσι η διαφορά δεν θα ήταν μεγάλη για λόγους που θα εξηγήσω σε λίγο, ενώ από άποψη αξίας τα κέρδη από την επένδυση των χρημάτων των ασφαλισμένων συμψηφίζονται με την άνοδο των τιμών. Έτσι για να υπάρχει όφελος για το ταμείο ασφάλισης αλλά και τον ασφαλισμένο θα πρέπει η απόδοση να είναι μεγαλύτερη της ποσοστιαίας ανόδου του πληθωρισμού σε ετήσια βάση.

Ωστόσο το οικονομικό κομμάτι (πιο σωστά οι αριθμοί) δεν μπορούν να δώσουν την συνολική διάσταση του Ασφαλιστικού ζητήματος. Για να γίνει κατορθωτό αυτό θα πρέπει να πάρουμε τις αποστάσεις μας από το ζήτημα και να το δούμε σφαιρικά (από όλες του τις πλευρές) φιλοσοφώντας (όσο αταίριαστη κι αν φαίνεται εδώ η λέξη) σχετικά τον ρόλο του και την λειτουργία του.

Έχει αναφερθεί αρκετές φορές σε προηγούμενα κείμενα της σειράς ότι η Οικονομία είναι «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», δηλαδή τα κέρδη ισούνται με τις ζημιές (ότι κερδίζει ο ένας το έχει χάσει κάποιος άλλος). Συνεπώς μέσω της οικονομικής δραστηριότητας έχουμε μια συνεχή ροή κεφαλαίων (μεταφορά πλούτου). Το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου αυτού ξαναπέφτει στην οικονομική δραστηριότητα την ίδια στιγμή που το υπόλοιπο θησαυρίζεται (μπαίνει στην άκρη) για οποιονδήποτε λόγο.

Καθώς το χρήμα είναι όπως έχουμε αποδείξει από τα πρώτα κιόλας κείμενα της σειράς πρωτίστως εμπόρευμα παρά μέσο συναλλαγής, η αξία του ως συναλλακτικό μέσο καθορίζεται από την έλλειψη ή το πλεόνασμα του καθώς και τις εκτιμήσεις για τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις. Όταν η εμπορική δραστηριότητα είναι έντονη, δηλαδή κυκλοφορεί το χρήμα γρήγορα γιατί έτσι αποδίδει περισσότερο (παρατηρείται δηλαδή μεγάλη ταχύτητα κυκλοφορίας) τότε δημιουργείται ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης (η ζήτηση είναι μεγαλύτερη οδηγώντας τις τιμές σε άνοδο) μέχρι (θεωρητικά τουλάχιστον) να οδηγηθούμε σε κατάσταση ισορροπίας. Το φαινόμενο που μόλις πολύ συνοπτικά περιέγραψα δίνει την ψευδαίσθηση (ακόμη και στους ειδήμονες) ότι υπάρχει «οικονομική ανάπτυξη» (πιο σωστά «μεγέθυνση»). Αποτέλεσμα αυτής της ψευδαίσθησης είναι η πεποίθηση ότι παράγεται συνεχώς νέος πλούτος.

Στην ουσία αυτό που παράγεται είναι νέες ποσότητες χρήματος οι οποίες όμως δεν μεταβάλλουν (μεγαλώνουν) την αξία του ακόμη και αν η ονομαστική του αξία (όγκος του) εκατονταπλασιαστεί. (Είναι όπως όταν νερώνουμε ένα δυνατό ποτό αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη ποσότητα με μειωμένο ανάλογα αλκοόλ.) Πρακτικά η αξία του χρήματος παραμένει στην πάροδο του χρόνου αμετάβλητη καθώς αυτό που ψευδώς θεωρείται ως παραγωγή νέου πλούτου είναι στην ουσία το μέγεθος της υποτίμησης του ως συναλλακτικού εμπορεύματος. Γι’ αυτό και η μεγαλύτερη έγνοια όσων τον κατέχουν (τραπεζιτών και βιομηχάνων) είναι ο έλεγχος του ρυθμού αύξησης της υποτίμησης του (πληθωρισμός).

Η παραπάνω περιγραφή είναι ενδεικτική της λειτουργίας του οικονομικού κυκλώματος και είναι απολύτως ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από ιδεολογικές και κάθε άλλου τύπου διαφορές. Στην μόνη περίπτωση στην οποία δεν θα ίσχυε η παραπάνω περιγραφή θα ήταν σε μια κλειστή στο εξωτερικό εμπόριο (εισαγωγές) κρατικά πλήρως διευθυνόμενη οικονομία. Μια τέτοιου είδους οικονομία είναι μια θεωρητική χίμαιρα αφού η ύπαρξη της προϋποθέτει την αυτάρκεια σε όλες τις απαραίτητες πρώτες ύλες και τα προϊόντα. Για την ανάγκη της αυτάρκειας έχει γίνει λόγος πολλές φορές μέσα από τα κείμενα της σειράς αυτής και γι’ αυτό δεν θα σχολιάσω τίποτα περαιτέρω εδώ. Απλά και μόνο σημειώνω πως από θεωρητικής άποψης στον πλανήτη υπάρχει μόνο μια σύγχρονη οικονομία (γιατί σχεδόν κάθε «πρωτόγοννη» είναι αυτάρκης) η οποία είναι το σύνολο όλων των επιμέρους οικονομιών. Πράγματι μόνο σε πλανητικό επίπεδο μπορεί να υπάρξει μια πλήρως αυτάρκης οικονομία στην οποία θ’ ανήκουν όλοι οι πόροι του πλανήτη μας. Όμως μια τέτοια παγκόσμια οικονομία (που αποτελείται απ’ όλες τις επιμέρους) είναι ταυτολογία και καθαρά θεωρητική κατασκευή αφού δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνο με τον εαυτό της αλλά και με οποιεσδήποτε άλλες εξωγήινες (αν υπάρχουν) οικονομίες.

Άρα ότι περιγράφηκε παραπάνω επηρεάζει όλους όσους δραστηριοποιούνται οικονομικά, δηλαδή τους πάντες. Επηρεάζει πολύ περισσότερο το Δημόσιο το οποίο μέσω της επιβολή άμεσης και έμμεσης φορολογίας προσπορίζεται τ’ αναγκαία για τη λειτουργία του κεφάλαια. Στο Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία όταν καταφέρνουν να γλυτώσουν τα κεφάλαια τους από τα χέρια του Κράτους οφείλουν να βρούν «επενδυτικές ευκαιρίες» για να επενδύσουν τα κεφάλαια αυτά. Όπως είναι εύκολα κατανοητό (μετά και από την περιγαφή της λειτουργίας του οικονομικού κυκλώματος που δόθηκε παραπάνω) ότι οι αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστγικών ταμείων πρέπει να υπερβαίνουν αρκετά τον επίσημο πληθωρισμό (ο οποίος αποτυπώνει την υποτίμηση της αξίας του χρήματος) καθώς και να καλύπτει τα έξοδα διαχείρισης των κεφαλαίων αυτών (φορολογία) όπως επίσης και τα λειτουργικά τους έξοδα.

Υπακούοντας στην ανάγκη αυτή οι βορειοευρωπαϊκές χώρες επενδύουν τα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων τους σε στοχευμένες και προσεκτικά επιλεγμένες επενδύσεις. Οι επενδύσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν είτε κρατικά ομόλογα είτε επενδύσεις σε μετοχές μεγάλων επιχειρήσεων. Εφ’ όσον βασικότατη αρχή της διαχείρισης κινδύνου είναι η επένδυση σε διαφορετικού τύπου επενδύσεις καθώς και η διασπορά εντός του ίδιου είδους επένδυσης σε διαφορετικά χαρτοφυλάκια, γίνεται κατανοητό ότι τ’ ασφαλιστικά ταμεία αναζητούν μετοχές εταιρειών με υψηλές αποδόσεις προκειμένου μέσω αυτών να συμψηφίσουν τις μικρότερες αποδόσεις των κρατικών ομολόγων (τα οποία θεωρητικά είναι χαμηλότερου ρίσκου).

Έχουμε όμως ήδη αναφέρει ότι η οικονομία είναι «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος». Συνεπώς οι υψηλές αποδόσεις των μετοχών κάποιων εταιρειών προέρχονται αναγκαστικά από υψηλή κερδοφορία η οποία συχνότερα προέρχεται με ένα από τους δύο επόμενους τρόπους και κάποιες φορές από τον συνδυασμό τους. Ο πρώτος τρόπος είναι η αύξηση των πωλήσεων σε μεγαλύτερο ποσοστό από την αύξηση των εξόδων. Ο δεύτερος είναι η συμπίεση των εξόδων όταν οι πωλήσεις δεν αυξάνονται (ή αυξάνονται με αργό ρυθμό) ή αναμένονται σχετικά σταθερές για μια συγκεκριμένη περίοδο ή ακόμα παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις. Έτσι στην ουσία η υψηλή σύνταξη του Νορβηγού η οποία συν τοις άλλοις προέρχεται και από την «επενδυτική δραστηριότητα» του ταμείου ασφάλισης του πληρώνεται από την αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων που παράγει η εταιρεία στην οποία έχει επενδύσει το ταμείο του σε συνδυασμό με την χαμηλά αμοιβόμενη εργασία του Ασιάτη που εργάζεται στην γραμμή παραγωγής του προϊόντος.

Η ειρωνεία του τρόπου λειτουργίας του οικονομικού κυκλώματος είναι ότι η πτώση που παρατηρείται σήμερα στα χρηματηστήρια όλου του πλανήτη οφείλεται στους επιβραδυνόμενους ρυθμούς μεγέθυνσης της Κινεζικής οικονομίας οι οποίοι εγείρουν αμφιβολίες για το πόσο εύκολα η Κίνα θα μπορέσει ν’ αποπληρώσει στους ξένους επενδυτές τα δάνεια της μέσω της εξόφλησης των κρατικών ομολόγων της που οοι τελευταίοι έχουν στην κατοχή τους. Πιθανόν η Κίνα να χρειαστεί να προχωρήσει σε ρευστοποίηση των κρατικών ομολόγων των Η.Π.Α. που έχει στην κατοχή της κάτι που θα προκαλούσε τριγμούς στην Αμερικανική οικονομία. Η ειρωνεία κορυφώνεται αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι τόσο τα Κινεζικά όσο και τα ομόλογα των Η.Π.Α. έχουν αγοραστεί με τα ίδια Δολλάρια που είχε τυπώσει αρχικά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα για να ξεπληρώσει το Δημόσιο χρέος των Η.Π.Α.

Οι χαμηλότεροι ρυθμοί «ανάπτυξης» της Κινεζικής οικονομίας οφείλονται στην μείωση της κατανάλωσης φθηνών εισαγόμενων προϊόντων που κατασκευάζονται εκεί (αλήθεια τι υπάρχει που δεν κατασκευάζεται εκεί;). Η μείωση της κατανάλωσης στις «ανεπτυγμένες» χώρες οφείλεται στην μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος η οποία με τη σειρά της προκαλείται από την αύξηση της ανεργίας στις χώρες αυτές. Η αύξηση της ανεργίας είναι το αποτέλεσμα της αποβιομηχάνισης (αλλά και του κλεισίματος των βιοτεχνιών) εξαιτίας της αύξησης του κόστους παραγωγής και της μεταφοράς της παραγωγικής διαδικασίας (και των θέσεων εργασίας) στην Ασία.      

Αποτέλεσμα όλου αυτού του ντόμινο είναι η πτώση των αποδόσεων των μετοχών σε κάποιες από τις οποίες έχει επενδύσει το ασφαλιστικό ταμείο του παραδείγματος μας. Όσο πέφτουν οι αποδόσεις των μετοχών τόσο πιο αξιόπιστοι και γι’ αυτό τον λόγο επιθυμητοί καθίστανται οι κρατικοί τίτλοι, ειδικά αυτοί των οποίων η λήξη εκτείνεται πέραν της 5ετίας (όσο πιο μεγάλη η διάρκεια τόσο μεγαλύτερη η αύξηση της απόδοσης). Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τίθεται εν αμφιβόλω η δυνατότητα του ταμείου να συνεχίσει να δίνει και στο μέλλον υψηλές συντάξεις ή να είναι σε θέση να τις αυξάνει έστω και λίγο κάθε τόσο.      

Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν (ή μπορούν να συμβούν) κάθε μέρα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε υπόνοια κακοδιαχείρισης των κεφαλαίων των ταμείων. Κάθε άλλο μάλιστα. Στο παράδειγμα μας έχουν εφαρμοστεί όλοι οι κανόνες τόσο για την μείωση του επενδυτικού κινδύνου (επενδύσεις σε διάφορα «επενδυτικά προϊόντα» και διασπορά χαρτοφυλακίου) κάτι που αποδεικνύει την μέριμνα των διοικούντων το ταμείο για να πάνε όλα καλά.    

Προτού προχωρήσω στο τελικό συμπέρασμα (άρα και στις προτάσεις) πρέπει να κάνω μια αναφορά στην στάση των ασφαλιστικών ταμείων ως μετόχων στις εταιρείες στις οποίες επενδύουν τα κεφάλαια τους. Τα ασφαλιστικά ταμεία ανήκουν στους λεγόμενους «θεσμικούς επενδυτές». Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται όλοι οι οργανισμοί οι οποίοι διαθέτουν διοικητική δομή και μεγάλα ποσά για επενδύσεις. Έτσι «θεσμικοί επενδυτές» θεωρούνται τόσο τ’ ασφαλιστικά ταμεία όσο και οι εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές και τα ταμεία εξασφάλισης (hedgefunds) παρά τον διαφορετικό τους ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα. Οι «θεσμικοί επενδυτές» και ειδικότερα τα ασφαλιστικά ταμεία που μας ενδιαφέρουν εδώ μέχρι τώρα δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο διοίκησης της εταιρείας στην οποία επένδυαν (εταιρική διακυβέρνηση) περιοριζόμενοι μόνο σε εκ των υστέρων κινήσεις αποδοκιμασίας (πώληση του μεριδίου τους και αποχώρηση από την εταιρεία) όταν κάτλι δεν τους άρεσε. Το άλλοθι πίσω από το οποίο καλύπτονταν (και καλύπτονται) οι «θεσμικοί επενδυτές» είναι η από μέρους τους κατοχή μικρών ποσοστών μετοχών των εταιρειών στλις οποίες επενδύουν (συνήθως μονοψήφια). Η πρακτιική αυτή είναι η εφαρμογή στην πράξη της διασποράς του χαρτοφυλακίου τους προκειμένου να μειώσουν τον επενδυτικό κίνδυνο. Έτσι οι «θεσμικοί επενδυτές» περιορίζονται (μέχρι στιγμής) στην αναζήτηση της μεγαλύτερης απόδοσης για τις επενδύσεις τους χωρίς να πολυνοιάζονται για τα διοικητικά της εταιρείας (τα οποία δεν τους ενδιαφέρουν τουλάχιστον όσο δεν ξεσπούν σκάνδαλα κακοδιαχείρισης). Με τον τρόπο αυτό αυξάνουν την «πίεση» στην διοίκηση της εταιρείας (στην οποία μπορεί να μην εκπροσωπούνται οι μεγαλομέτοχοι) για μεγαλύτερα κέρδη (τα οποία κάποιες φορές δημιουργούνται μέσω ανήθικων (ή ελάχιστα ηθικών) πρακτικών ή/και μέσω «δημιουργικής λογιστικής». Όταν δε σκάσουν τα σκάνδαλα κακοδιαχείρισης τότε οι «θεσμικοί επενδυτές» (οι οποίοι ως μικρομέτοχοι δεν θεωρούν ότι έχουν ευθύνη για την διοίκηση της εταιρείας) αναχωρούν πουλώντας τις μετοχές τους και στρέφονται σε νέες «επενδυτικές ευκαιρίες» όπως οι πειρατές στρέφονται στην αναζήτηση νέου μέρους για πλιάτσικο όταν τα ήδη υπάρχοντα δεν έχουν άλλα να τους προσφέρουν.

Επιστρέφοντας στο κυρίως θέμα της λειτουργίας του Ασφαλιστικού και του ρόλου του (ειδικά στις Ευρωπαϊκές χώρες) πρέπει να κάνουμε τις παρακάτω παραδοχές:

  • Η σύνταξη απονέμεται μετά από την συμπλήρωση συγκεκριμένου αριθμού ετών και με συγκεκριμένες προϋποθέσεις με την εγγύηση του Κράτους.
  • Η σύνταξη (όπως και αν υπολογίζεται) είναι κλάσμα του μισθού που λάμβανε ως εργαζόμενος ο νυν συνταξιούχος και αποσκοπεί στη συντήρηση του μέχρι το τέλος του βίου του.
  • Δεδομένου ότι η σύνταξη είναι πάντα κατώτερη του μισθού που λάμβανε ως εργαζόμενος ο συνταξιούχος, παρουσιάζεται συχνά η ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης των συνταξιούχων από το Κράτος. Η ενίσχυση αυτή μπορεί να έχει είτε την μορφή επιδοματικής ενίσχυσης στους χαμηλοσυνταξιούχους, είτε την μορφή παροχής ειδικού αφορολόγητου με την δημιουργία ιδιαίτερης κλίμακας φορολόγησης γι’ αυτούς.
  • Η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των συνταξιούχων ξοδεύουν το σύνολο της σύνταξης για την συντήρηση τους και για την οικονομική στήριξη άλλων μελών της οικογένειας τους (ειδικά όταν αυτά είναι άεργα ή άνεργα). Συνεπώς το σύνολο της συνταξιοδοτικής δαπάνης καταλήγει στην αγορά είτε με την μορφή αγοράς αγαθών/προϊόντων είτε ως παροχή υπηρεσιών.  

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κάθε αύξηση της σύνταξης ενώ εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως δαπάνη, είναι στην ουσία παροχή ρευστότητας στο σύνολο του οικονομικού κυκλώματος. Αντιθέτως κάθε περικοπή μειώνει μεν για το Δημόσιο το ποσό της δαπάνης αλλά την ίδια στιγμή οδηγεί σε μείωση τους τζίρους (πωλήσεις) των επιχειρήσεων και άρα τα δημόσια έσοδα (την απώλεια των οποίων επιχειρεί το Κράτος ν’ αντιμετωπίσει μέσω της αύξησης της φορολογίας). Έχει υποστηριχτεί από τον οικονομολόγο Ιωσήφ Στίγκλιτζ ότι το υψηλότερο κατά κεφαλή Α.Ε.Π. των Η.Π.Α. οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα του Κράτους σε τομείς όπως η Υγεία και η Εκπαίδευση. Όταν ο φορολογούμενος δεν λαμβάνει από το Δημόσιο τις σωστές για την περίσταση υπηρεσίες (παρ’ ότι έχει ήδη πληρώσει είτε απευθείας είτε μέσω της φορολόγησης του) και αναγκάζεται να προσφύγει στον ιδιωτικό αντίστοιχο τομέα ξαναπληρώνοντας γι’ αυτές, τότε αυτό καταγράφεται ως αύξηση του Α.Ε.Π. Αν οι υπηρεσίες παρέχονταν ικανοποιητικά από το Δημόσιο (το οποίο λόγω περικοπών αδυνατεί να τις προσφέρει σωστά) τότε δεν θα απαιτούνταν η προσφυγή στον ιδιωτικό τομέα και άρα το Α.Ε.Π. θα ήταν σημαντικά χαμηλότερο (χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα περισσότερα από τα χρήματα που θα εξοικονομούνταν μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα δαπανούνταν στην αγορά άλλων καταναλωτικών ειδών ή στην παροχή άλλων υπηρεσιών).

Θεωρητικά η λύση στο παραπάνω ατελείωτο και ανατροφοδοτούμενο κύκλο είναι η αύξηση του όγκου του χρήματος μέσω της οποίας οι πολίτες θα ήταν σε θέση να έχουν καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών και επίπεδο διαβίωσης (ή εναλλακτικά η μείωση των τιμών). Ωστόσο μια τέτοια Κεϋνσιανή πολιτική θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη υποτίμηση του πλούτου που κατέχουν με μορφή μετρητών οι «έχοντες και κατέχοντες», κάτι που οι τελευταίοι διόλου δεν επιθυμούν.

Η εγγύηση από το Κράτος της παροχής σύνταξης στους πολίτες του απαντά στην ανάγκη οι τελευταίοι να νιώθουν ασφαλείς μετά την έξοδο τους από την παραγωγική διαδικασία. Το Κράτος εγγυάται ότι οι συνταξιούχοι θα έχουν τα λεφτά που απαιτούνται για την συντήρηση τους για όσο ζήσουν ακόμα. Ωστόσο έχει επικρατήσει τόσο στους υποστηρικτές όσο και στους εχθρούς του συστήματος της υποχρεωτικής Δημόσιας Ασφάλισης (Κοινωνικής Ασφάλισης όπως έχει επικρατήσει) η λανθασμένη άποψη ότι ο συνταξιούχος και οι μ’ αυτόν συνδεδεμένες παροχές είναι κάτι σαν «φίρα» (βάρος) για την «οικονομικά ενεργή» κοινωνία και πως αυξάνουν τα οικονομικά βάρη των επόμενων γενεών. Δεν είναι τυχαίος άλλωστε και ο χαρακτηρισμός «απόμαχοι της ζωής» ο οποίος όσο ποιητικός και αν φαίνεται είναι ωστόσο τελείως παραπλανητικός.

Πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό ότι ο συνταξιούχος είναι ένα ενεργό οικονομικά άτομο με μεγάλη συνεισφορά στην οικονομική δραστηριότητα (και άρα στην διαμόρφωση του Α.Ε.Π.) η οποία είναι ανάλογη του εισοδήματος του. Καταναλώνει προϊόντα και υπηρεσίες, στηρίζει την κατανάλωση των οικείων του και συνεισφέρει μέσω της έμμεσης ειδικά φορολογίας στα δημόσια έσοδα. Οτιδήποτε αγοράζει είτε είναι προϊόν είτε υπηρεσία (πλήν των ιατρικών και των ασφαλειών) περιλαμβάνει Φ.Π.Α. (άσχετα αν το Κράτος αδυνατεί να το εισπράξει στο σύνολο του).

Υποτίθεται ότι η αύξηση των συνταξιούχων σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής είναι κακή για την οικονομία αφού μειώνει την αναλογία του ενεργού οικονομικά πληθυσμού προς τους συνταξιούχους. Η άποψη αυτή ισχύει μόνο αν θεωρούμε τους συνταξιούχους ως βάρος για την υπόλοιπη κοινωνία. Ωστόσο αυτό δεν ισχύει όπως θα δούμε παρακάτω. Αποτέλεσμα της αύξησης των συνταξιούχων (ως αποτέλεσμα της έκρηξης γεννήσεων μετά τον Β’ Π.Π.) είναι η αύξηση της ζήτησης για ιατρικά και παραϊατρικά επαγγέλματα όπως επίσης και η αύξηση των αναγκών για φάρμακα και νοσηλευτικό υλικό που απαιτούνται για την περίθαλψη τους. Η αύξηση αυτή στην ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών σχετικών με την «3η ηλικία» δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για ανθρώπους που είναι (ή γίνονται) οικονομικά ενεργοί και οι οποίοι καταναλώνουν και φορολογούνται. Επίσης αν καθένας που βγαίνει στην σύνταξη αντικαθίσταται έναν νεοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους δεν αλλάζει. Το μόνο θέμα εν προκειμένω είναι αν οι εργαζόμενοι στις θέσεις που δημιουργεί η ανάγκη φροντίδας της 3ης ηλικίας είναι Έλληνες ή όχι.

Το θέμα αυτό είναι ιδιαιτέρως σοβαρό, ειδικά όταν για κάποιες από τις ειδικότητες που σχετίζονται με την φροντίδα των ηλικιωμένων οι Έλληνες δεν έχουν καλή γνώμη και σ’ αυτές χρησιμοποιούνται αλλοδαποί. Στην περίπτωση αυτή οι αλλοδαποί που αναλαμβάνουν την φροντίδα των ηλικιωμένων (ειδικά την κατ’ οίκον) μπορεί να λαμβάνουν σχετικά μικρές αμοιβές αλλά εφ’ όσον είναι οικόσιτοι και τα έξοδα τους είναι σχετικά μικρά είναι σε θέση να στείλουν το όποιο περίσσευμα τους μέσω εμβασμάτων στην χώρα καταγωγής τους μεταφέροντας εκεί πόρους από την Ελλάδα. Επιπλέον αν για την εργασία τους πληρώνονται και ασφαλιστικές εισφορές αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (είτε μείνουν στην Ελλάδα είτε επιστρέψουν στην χώρα τους). Αν δε επιστρέψουν στην πατρίδα τους η σύνταξη τους θα χρηματοδοτεί την οικονομική δραστηριότητα της και όχι της χώρας στην οποία δούλευαν και η οποία την πληρώνει. Επιπρόσθετα για κάθε Έλληνα ο οποίος δεν καταδέχτηκε τις δουλειές που τελικά έκαναν οι αλλοδαποί το Δημόσιο θα πρέπει να πληρώσει την λεγόμενη «Εθνική Σύνταξη» η οποία απονέμεται στους ανασφάλιστους. Ακόμη και αν στο μέλλον παραμείνει τόσο χαμηλή όσο σήμερα το ζήτημα παραμένει καθώς θα πληρώνονται λεφτά χωρίς να έχουν πληρωθεί αντίστοιχες εισφορές. Έτσι αυτής της κατηγορίας οι συνταξιούχοι συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν μόνο μέσω της κατανάλωσης τους αφού εξαιτίας του χαμηλού τους εισοδήματος είναι αφορολόγητοι από την άποψη του Φόρου Εισοδήματος.    

Στην ουσία το ζήτημα δεν είναι η αναλογία αυτή καθ’ εαυτή αλλά οι συνθήκες οι οποίες την επηρεάζουν, δηλαδή το οικονομικό κλίμα και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές που έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση ή την μείωση των θέσεων απασχόλησης. Μετά από αυτή την παραδοχή γίνεται κατανοητή η αγωνία των ήδη συνταξιούχων αλλά και όσων είναι κοντά στην συνταξιοδότηση οι οποίοι κάθε τόσο αναφωνούν:

«Δεν βγαίνει ο λογαριασμός/η εξίσωση του Ασφαλιστικού».

Στην πράξη αυτό που λένε είναι ότι δεν επαρκούν τα χρήματα για να διατηρηθούν οι συντάξεις στα ίδια επίπεδα και πως το έλλειμμα πρέπει να καλυφθεί αποκλειστικά από το Δημόσιο Ταμείο.

Έχοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σύνταξη δεν πρέπει να θεωρείται ως μια ανταποδοτική πληρωμή που σχετίζεται μόνο με τις συνολικές εισφορές ασφάλισης. Είναι επίσης μια ανταποδοτική πληρωμή που σχετίζεται με την συνεισφορά του στην αύξηση του Α.Ε.Π. (άρα και των κρατικών εσόδων).

Συνεπώς είναι όχι μόνο λογικό αλλά και σωστό ένα ποσοστό από την ετήσια αύξηση του Α.Ε.Π. να προορίζεται τόσο για την μελλοντική πληρωμή των συντάξεων όσο και για την κάλυψη της τρέχουσας συνταξιοδοτικής δαπάνης (κατά το ποσοστό συνεισφοράς στην αύξηση του Α.Ε.Π. των ήδη συνταξιούχων). Το «Ταμείο Αλληλεγγύης των Γενεών» μόνον έτσι έχει νόημα. Από την άλλη με τον τρόπο αυτόν μειώνεται (τουλάχιστον θεωρητικά) η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού (άρα και οι πιέσεις των εκάστοτε δανειστών για περιστολή των εξόδων). Στο πρόσφατο παρελθόν είχε προταθεί η χρηματοδότηση του ταμείου αυτού από κεφάλαια τα οποία θα εισέρεαν από την εκμετάλλευση του πετρελαίου των Ελληνικών θαλασσών. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν όχι τουλάχιστον μέχρι να πάρει μπρός για τα καλά η διεθνής οικονομία.                  

Το ζητούμενο της λειτουργίας του Ασφαλιστικού Συστήματος είναι αυτό να λειτουργεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ταμειακό (αν επαρκούν τα έσοδα για να μην μειωθούν οι συντάξεις). Στο κάτω-κάτω το Κράτος εγγυάται την σύνταξη η οποία καταβάλλεται σε χρήμα με το οποίο αγοράζονται τ’ αναγκαία προϊόντα και υπηρεσίες. Ωστόσο όπως και ο μισθός έτσι και η σύνταξη μπορεί ν’ αποτελείται από πληρωμή τόσο σε χρήμα όσο και σε είδος ή την παροχή αντίστοιχης πίστωσης.

Για παράδειγμα μέρος της σύνταξης μπορεί να παρέχεται σε προϊόντα και υπηρεσίες που χρειάζεται κάθε νοικοκυριό, τα οποία το Δημόσιο θ’ αγοράζει σε χαμηλές τιμές από τις εταιρείες (όπως κάνει για τον Στρατό και τα νοσοκομεία) ή θα συμψηφίζει την αξία τους με οφειλές των εταιρειών σ’ αυτό. Εναλλακτικά οι εταιρείες θα μπορούσαν να προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στο πλαίσιο της λεγόμενης «Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης» (Ε.Κ.Ε.). Αντίστοιχα λειτουργεί και η περίπτωση της πίστωσης η οποία θα διατίθεται στους συνταξιούχους (ειδικά στους χαμηλοσυνταξιούχους). Η πίστωση αυτή θα συμψηφίζεται μεν από ταμειακής άποψης μεταξύ Κράτους και επιχειρήσεων, αλλά στην ουσία θα ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα και τα δημόσια έσοδα (έτσι λειτούργησε και το «Σχέδιο Μάρσαλ»). Η χρησιμοποίηση της πίστωσης για την μεταφορά στην ουσία πόρων από το Κράτος στους πολίτες αποτελεί έναν από τους τρόπους με τον οποίο λειτουργεί το μέτρο του «Αρνητικού Φόρου Εισοδήματος» (βλέπε εδώ).

Συμπερασματικά το ζήτημα της «μεταρρύθμισης» του Ασφαλιστικού δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί ουσιαστικά όσο δεν το θεωρούμε συνολικά χωρίς φόβο και πάθος. Το Ασφαλιστικό δεν είναι μονοδιάστατο και δεν σχετίζεται μόνο με το κόστος του. Σχετίζεται πρωτίστως με το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών, το οποίο πρώτα πρέπει να προσδιοριστεί και μετά να δούμε πως θα καλυφθεί. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να καλυφθεί και μέσω δωρεάν παροχών (όπως ανέφερα παραπάνω) οι οποίες είναι έτσι κι αλλιώς απαραίτητες και για την αγορά των οποίων ο συνταξιούχος θα έπρεπε να διαθέσει λεφτά. Για να λειτουργήσει όμως αυτό το σύστημα θα πρέπει αφ’ ενός να σχηματίζεται σιγά-σιγά ένα αποθεματικό τόσο για το κοντινό όσο και για το απώτερο μέλλον, και ταυτόχρονα η Χώρα να μπεί σε μια διαδικασία επίτευξης όσο το δυνατόν μεγαλύτερης αυτάρκειας, η οποία όσο περισσότερο επιτυγχάνεται τόσο μικρότερο θα καθίσταται το κόστος των παροχών για το Δημόσιο Ταμείο. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας διάλογος από «μηδενική βάση» στον οποίο θα συζητηθούν και κοστολογηθούν όλες οι ιδέες και μόνον τότε θα καταλήξουμε στις αναγκαίες αποφάσεις.

 

30 Γενάρη 2016
παρατηρητής 1.

Διαβάστηκε 3189 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟ «ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ». ΚΑΠΟΙΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΥΠ’ ΟΨΗ ΠΡΙΝ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ»