Font Size

SCREEN

Cpanel

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΘΝΙΚΩΝ ΓΑΙΩΝ» ΣΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥΣ.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΘΝΙΚΩΝ ΓΑΙΩΝ» ΣΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥΣ.

Παραδοσιακά ο Έλληνας θεωρούσε ως το μεγαλύτερο επίτευγμα του την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας και αν ήταν τυχερός την απόκτηση περισσότερων της μιας (από τις οποίες η μια θα ήταν εξοχική). Εκτός από την ικανοποίηση της ανάγκης στέγασης του η απόκτηση κατοικιών ή οικοπέδων θεωρούνταν επίσης οικονομική εξασφάλιση (αφού σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη «η γή δεν χάνει ποτέ την αξία της»), ενώ την ίδια στιγμή μπορούσε ν’ αποφέρει και πρόσθετο εισόδημα. Έτσι φτάσαμε στο σημείο οι ιδιόκτητες κατοικίες να υπερβαίνουν πλέον το 90% του πληθυσμού.

Μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Κρίσης η γή όντως ανταποκρινόταν στην μέχρι τότε δημιουργηθείσα εντύπωση, αν και εμφανίζονταν σημάδια κόπωσης όχι μόνο στις πωλήσεις (άρα και στις ανεγέρσεις κατοικιών) αλλά και στις αποδόσεις των ακινήτων από πλευράς εισοδήματος σε σχέση με το κόστος συντήρησης τους. Από το σημείο εκείνο και μετά και εξαιτίας της υπερφορολόγησης της η ακίνητη περιουσία κατέστη στην πλειοψηφία των περιπτώσεων βάρος. Ο ιδιοκτήτης δεν είναι πλέον σε θέση ν’ ανταποκριθεί με την ίδια ευκολία στα φορολογικά του βάρη (ειδικά απέναντι στο κράτος) με αποτέλεσμα ν’ αρχίζει να γίνεται ελκυστική η ιδέα παραχώρησης της κυριότητας του ακινήτου (ή των ακινήτων) στο κράτος προκειμένου να εξοφληθεί μέρος ή το σύνολο των οφειλών του.

Δεδομένης της κατάστασης το κράτος δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο και το μόνο που δεχόταν ήταν η εκχώρηση των ανείσπρακτων ενοικίων έναντι των οφειλών του εκχωρητή (προκειμένου να κυνηγήσει εκείνο μέσω των εισπρακτικών του μηχανισμών τον μπαταχτσή ενοικιαστή). Μέχρι πρόσφατα ήταν φανερό ότι το κράτος επιθυμούσε τα λεφτά αντί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Τελευταία διαφαίνεται μια αλλαγή στην στάση του κράτους. Σύμφωνα με δημοσιεύματα (βλέπε εδώ) η κυβέρνηση είναι έτοιμη να προχωρήσει σε ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο οφειλέτης θα μπορεί μεταβιβάζοντας την ιδιοκτησία του στο κράτος να εξοφλήσει ή/και να μειώσει τις οφειλές του πρός αυτό. Τα ακίνητα αυτά θα τύχουν «αξιοποίησης» προκειμένου ν’ αποδώσουν εισόδημα στο κράτος και έτσι να το βοηθήσουν στην αποπληρωμή του χρέους. Η τιμή στην οποία θα μεταβιβάζεται το ακίνητο (ή τα ακίνητα) θα είναι η «εμπορική αξία» όπως και αν αυτή καθορίζεται.

Πολλοί θα σκεφτούν ότι αυτό είναι ένα «σύγχρονο» μέτρο το οποίο μας έρχεται από την Εσπερία. Είναι όμως αυτή η άποψη αυτή σωστή; Είναι πράγματι έτσι;

Αν κάνει κάποιος τον κόπο να κοιτάξει την Ελληνική Ιστορία πιθανόν να εκπλαγεί από το γεγονός ότι η ουσία του ζητήματος αυτού δεν είναι καθόλου καινούρια. Το ζήτημα αυτό έχει τεθεί μετ’ επιτάσεως ήδη από τα πρώτα χρόνια του Αγώνα και συνέχισε να ταλανίζει την Ανεξάρτητη Ελλάδα για πολλές δεκαετίες, χωρίς πολλές φορές να είναι εύκολο σε κάποιον να διακρίνει τι ακριβώς συνέβαινε κάθε φορά. Μιλάμε για τις περίφημες «Εθνικές Γαίες» οι οποίες όντας το «διαμάντι του στέματος» για την μόλις πρόσφατα απελευθερωμένη Ελλάδα έγιναν το «μήλο της Έριδος» για τους δανειστές μας από τη μιά και για τους άκληρους Έλληνες από την άλλη. Στη μέση αυτής της διαμάχης ήταν το Κράτος το οποίο έπρεπε για τους δικούς του λόγους να ισορροπήσει ανάμεσα στις δυο αυτές αντίρροπες δυνάμεις. Οι περιπέτειες της ακίνητης περιουσίας του νεοσυστηθέντος Βασιλείου δεν θα πρέπει να μας ξενίζουν δεδομένου ότι η γή έχει αξία η οποία μπορεί να προσδιοριστεί σχετικά εύκολα και γι’ αυτό υποθηκεύεται εύκολα.    

Το πρόβλημα που σχετίζεται με την ιδιοκτησία και την νομή της γής έχει τις ρίζες του στην Αρχαιότητα. Ήδη πριν από την περίοδο την οποία αποκαλούμε «Κλασική Αρχαιότητα» υπάρχει αναβρασμός -ο οποίος οδηγεί σε συχνές και μεγάλης έντασης αναταραχές- σχετικά με την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας της γής σε λίγα άτομα (τα οποία ήταν η «αφρόκεμα» της Αριστοκρατίας κάθε περιοχής). Η Αθήνα και πλήθος άλλες ηπειρωτικές περιοχές συνταράχθηκαν λιγότερο ή περισσότερο από ανάλογες ταραχές. Ωστόσο το πρόβλημα της συγκέντρωσης της γής σε λίγους ήταν ιδιαίτερα έντονο στα νησιά του Αιγαίου όπου παρατηρούμε το φαινόμενο το ίδιο νησί να συνταράσσεται κάθε τόσο από εμφυλίους που ξεσπούσαν για τον λόγο αυτόν. Παρ’ όλες τις πολλές προσπάθειες αναδασμού (ξαναμοίρασμα της γής) που έγιναν το πρόβλημα παρέμεινε ουσιαστικά άλυτο, αφού αιτία του ήταν η δυσκολία αποπληρωμής των δανείων των αγροτών για τα οποία κάποτε υποθήκευαν και τους εαυτούς τους. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η σημασία που δίνει στο ζήτημα αυτό ο Γιάνης Κορδάτος στην 13τομη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας». (Σημείωση: Για τ’ αντίστοιχα κεφάλαια παρατίθεται σχετικό Παράτημα στο τέλος του κειμένου).

Με την Ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας και την Βυζαντινή της συνέχεια πολύ λίγα πράγματα άλλαξαν στις παραγωγικές σχέσεις. Οι ακτήμονες (όσοι καλλιεργούσαν την γή) δεν μπορούσαν τις περισσότερες φορές να θρέψουν την οικογένεια τους ως αποτέλεσμα της βαριάς φορολογίας. Ακόμη όμως και να μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσαν να ξοφλήσουν τους δανειστές τους, οι οποίοι όπως και στο παρελθόν (στην Αρχαιότητα) συγκεντρώνουν την γή στα χέρια τους διαμορφώνοντας τα γνωστά μας «τιμάρια» ή «τσιφλίκια». Τώρα πλέον (στον Μεσαίωνα) ο αγρότης είναι αναπόσπαστο μέρος της γής και μετασχηματίστηκε σε εργαλείο του γαιοκτήμονα.

Στον Ελληνικό χώρο ο Μεσαίωνας περιλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της Τουρκοκρατίας. Το Οθωμανικό Δίκαιο περιλαμβάνει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους αγρότες σε σχέση με το Ρωμαϊκό και το Βυζαντινό. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, καθίστανται όμως «κενό γράμμα» εξαιτίας της φορολογίας που επιβάλλεται στους αγρότες. Έτσι οι ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων μεταβιβάζουν την ιδιοκτησία τους στα μοναστήρια (και την εκκλησία) τα οποία ήταν αφορολόγητα από τους Οθωμανούς μεταβαλλόμενοι σ’ εργάτες γής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εκκλησία (με την γενικότερη έννοια) κατέστη ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γής στην Ελλάδα.

Τη σκυτάλη πήρε το Ανεξάρτητο Βασίλειο της Ελλάδας που προέκυψε από την Επανάσταση και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τρόικας της εποχής (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας). Το Νέο-Ελληνικό Κράτος έπρεπε -όπως αναφέραμε παραπάνω- να ισορροπήσει μεταξύ της ικανοποίησης των δανειστών του και των απαιτήσεων των Αγωνιστών της Επανάστασης και του υπολοίπου Λαού. Τα πράγματα γίνονταν χειρότερα από την στιγμή που οι Ελληνικές Κυβερνήσεις ήθελαν να παραχωρήσουν εκτάσεις σε επιφανείς ξένους ή Έλληνες οι οποίοι συνέδραμαν τον Αγώνα. Σε πολλές περιπτώσεις ολόκληρες περιοχές πήραν τ’ όνομα τους από αυτούς (π.χ. Ρούφ, Γουδή) το οποίο παραμένει μέχρι και σήμερα.

Το ζήτημα της εκμετάλλευσης/διαχείρησης των «Εθνικών Γαιών» ταλαιπώρησε για δεκαετίες όλους τους εμπλεκόμενους μιας και οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν 9ή δεν ήθελαν) να βρούν μια οριστική λύση. Εκτός της προστασίας των συμφερόντων των δανειστών του Ελληνικού Βασιλείου υπήρχε ενδεχομένως και άλλος λόγος για τον οποίο δεν επιδιωκόταν πραγματικά η επίλυση του ζητήματος. Ο λόγος αυτός ήταν ότι ο τρόπος με τον οποίο θα επιλυόταν το θέμα δεν θ’ αφορούσε μόνο τα εδάφη του Κράτους που τότε (ως το 1881) έφτανε μέχρι την γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού (με μεγαλύτερη συνοριακή πόλη την Λαμία). Θα εφαρμοζόταν και στις υπόλοιπες περιοχές που ελπίζονταν/αναμενόταν ν’ απελευθερωθούν/ενταχθούν στο Ελληνικό Κράτος. Περιοχές με πολλά και πλούσια εδάφη όπως η Θεσσαλία (με τα πολλά και μεγάλα τσιφλίκια της) και την Μακεδονία ήταν ακόμη Τουρκικές.

Πράγματι όταν ενσωματώθηκε η Θεσσαλία τέθηκε το θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γής. Η τότε κυβέρνηση «κρύφτηκε» πίσω από το επιχείρημα ότι το καθεστώς καθοριζόταν από την Συνθήκη του Βερολίνου (1878) με την οποία παραχωρήθηκε (κατόπιν αποζημίωσης) η περιοχή στην Ελλάδα. Αργότερα όταν και αναγκαστικά έπρεπε να δοθεί λύση επιλέχθηκε να σχηματιστεί ομάδα έγκριτων νομικών και νομομαθών η οποία και τελικά αποφάσισε να λύσει το θέμα στην βάση της υιοθέτησης «του Δικαίου των αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων». Οι διατάξεις αυτές ήταν οι πλέον δυσμενείς για τα συμφέροντα των αγροτών. Φυσικά η «λύση» αυτή δεν εκτόνωσε την κοινωνική πίεση που προκαλούνταν από τις αντικειμενικές συνθήκες διαβίωσης των αγροτών. Το «Κιλελέρ» δεν ήταν μακρυά.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια αναφορά στην νομοθεσία των «αειμνήστων βυζαντινών Αυτοκρατόρων». Δεν ήταν όλοι οι νόμοι τους αντιδραστικοί. Υπήρξε μια περίοδος σχεδόν 80 χρόνων που μια Δυναστεία προσπάθησε να επιβάλλει νόμους οι οποίοι μπορούσαν να συγκριθούν ως προς την προοδευτικότητα τους μόνο με τους «Ναπολεόντιους» από τους οποίους ήταν περισσότερο προοδευτικοί. Η Δυναστεία αυτή ήταν των Ισαύρων (για περισσότερα βλέπε το κεφάλαιο ΛΘ’ σελ.451-460 του ΙΧ Τόμου της Ιστορίας του Κορδάτου). Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια των Ισαύρων έμειναν γνωστές ως «Εικονομαχία». Σύσσωμος ο κλήρος επένδυσε πολιτικά στην αμορφωσιά των αγροτών και τον σκοταδισμό προκειμένου ν’ ακυρώσει την προσπάθεια (η οποία έπληττε τα συμφέροντα τους) και να ρίξει την Δυναστεία (όπως και έγινε). Συνεπώς το γεγονός ότι επικράτησαν οι πλέον αντιδραστικοί νόμοι ήταν μια σκόπιμη πολιτική επιλογή.  

Ο εικοστός αιώνας μέχρι και την έναρξη του Β’ Π.Π. ήταν σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο κατάστικτος από βίαια γεγονότα τα οποία πυροδοτούνταν από τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Παρά τα πολλά μεγάλα και μικρά εγγειοβελτιωτικά έργα και τις αποξηράνσεις ελών και βάλτων που οδήγησαν στην αύξηση της καλλιεργήσιμης γής η κατάσταση των αγροτών ελάχιστα βελτιώθηκε (αν βελτιώθηκε κιόλας). Έγινε πλέον κατανοητό ότι για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους όπως επίσης και για λόγους πολιτικής επιβίωσης ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός αποκλειστικού μηχανισμού οικονομικής στήριξης των αγροτών. Ειδικά μετά τον Α' Π.Π. η οικονομική κατάσταση της Χώρας επέβαλλε την αναδιοργάνωση του τραπεζικού της συστήματος.

Ο μηχανισμός αυτός (τράπεζα) θα λειτουργούσε ουσιαστικά με ζημία και θα έπρεπε να χρηματοδοτείται συνεχώς από το Κράτος. Δεδομένου ότι οι ιδιωτικές τράπεζες την περίοδο εκείνη ήταν είτε μικρές είτε τοπικές (στην πραγματικότητα ήταν και τα δύο) μια τέτοια τράπεζα δεν θα μπορούσε παρά να είναι Κρατική. Η χρηματοδότηση της λειτουργίας της από τον μεγαλομέτοχο της ήταν (και συνεχίζει να είναι) όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία (κατά το πρότυπο «αν δεν δώσεις πως θα πάρεις;»). Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας.

Εδώ θα πρέπει να αποκαταστήσουμε την ιστορική και οικονομική αλήθεια η οποία πολλές φορές έχει κακοποιηθεί στην Χώρα μας εξαιτίας της επικράτησης κάποιων ψευδών αλλά βολικών στερεότυπων. Το στερεότυπο αυτό αναφέρεται και στην Έκθεση του Γ.Λ.Κ. σχετικά με τις Γερμανικές Αποζημιώσεις και το Κατοχικό Δάνειο. Στην Έκθεση αυτή σημειώνεται ότι ο υπερπληθωρισμός που ήταν το αποτέλεσμα της ανεπαρκούς και στρεβλής λειτουργίας της αγοράς στα χρόνια της Κατοχής οδήγησε μεταπολεμικά τις ιδιωτικές τράπεζες στο να μην παρέχουν δάνεια. Τότε το Κράτος αναγκάστηκε να παίξει και αυτόν τον ρόλο μέσω των τραπεζών στις οποίες ήταν μέτοχος. Όλη αυτή η κατάσταση δημιούργησε την άποψη (η οποία ενδεχομένως να μην είναι και τελείως αστήρικτη) για προνομιακή αντιμετώπιση κάποιων σε σχέση με άλλους και σε χορήγηση δανείων σε ημέτερους (δικούς μας ανθρώπους).

Η γή που ανά τους αιώνες είχε συγκεντρωθεί σε μοναστήρια και μητροπόλεις είτε ως «δώρο» Βυζαντινών αυτοκρατόρων είτε λόγω κληρονομιών (και του τρόπου με τον οποίο οι αγρότες προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν την φορολόγηση και τον οποίο περιγράψαμε παραπάνω) έγινε αντικείμενο φθόνου και κάποιοι αετονύχηδες την έβαλαν στο μάτι για δήθεν «αξιοποίηση». Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα μοναστήρια είχαν στην ιδιοκτησία τους χιλιάδες στρέμματα την ώρα που οι μοναχοί τους μπορεί να ήταν μερικές δεκάδες άτομα. Δεδομένου ότι οι ίδιοι δεν επαρκούσαν για τόση γή προχώρησαν σε ενοικιάσεις της ή σε δημιουργία σχημάτων τα οποία «αξιοποιούσαν» τα καλύτερα κομμάτια της (τα λεγόμενα «φιλέτα»). Προκειμένου να βάλλουν στο χέρι ακόμα και εκτάσεις που δεν τους ανήκαν (αλλά θα ήθελαν να τους ανήκουν) πλαστογραφούσαν αυτοκρατορικά «χρυσόβουλα» με τα οποία οι «άγιοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες» χάριζαν στα μοναστήρια τις επίζηλες εκτάσεις. Τελευταίο παράδειγμα η Μονή Βατοπεδίου και το «χρυσόβουλο» με το οποίο διεκδικούσε την λίμνη Βιστωνίδα.

Η «μοναστηριακή γή» και γενικά αυτή που ανήκει στην Εκκλησία έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης πολλές φορές. Μετά από κάθε «εθνική Καταστροφή» -όπως αυτή του 1922- η οποία έθετε εκ νέου το πρόβλημα της μοιρασιάς της γής σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη αποκατάστασης, το καθεστώς ιδιοκτησίας αυτής της γής επανερχόταν στο προσκήνιο. Ανεξαρτήτως του τι ισχυρίζεται η Εκκλησία κάθε φορά που έχανε κάποιες από τις ιδιοκτησίες της αυτό γινόταν πάντα μέσω απαλλοτρίωσης (με αποζημίωση δηλαδή). Σε κάποιες περιπτώσεις η αποζημίωση αφορούσε μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων και τραπεζών. Ένας «συντηρητικός» επενδυτής που δεν βιάζεται να πουλήσει (όπως η Εκκλησία) έχει μόνο να κερδίσει από την διακράτηση σε βάθος χρόνου των τίτλων αυτών. Οι δωρεάν μετοχές στους παλαιούς μετόχους σε κάθε αύξηση του Μετοχικού Κεφαλαίου, καθώς και δικαιώματα προτίμησης (προαίρεσης) για αγορά νέων μετοχών σε χαμηλότερη τιμή μόνο όφελος θα μπορούσαν να προσπορίσουν στην Εκκλησία. Όσο καιρό η φορολογία των ακινήτων παρά την πληθώρα τελών και φόρων ήταν χαμηλή, η Εκκλησία δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη ρευστοποίησης των τίτλων αυτών.                       

Τώρα πλέον η περίοδος της έκρηξης της τσιμεντοποίησης του Λεκανοπεδίου είναι πίσω μας σχεδόν μισό αιώνα. Τα ακίνητα από μέσο αποταμίευσης έχουν γίνει (λόγω της φορολόγησης και της οικονομικής συγκυρίας) βάρη. Η πίεση που υπάρχει για να γεμίσουν τα ταμεία με έσοδα έφερε στο προσκήνιο σκέψεις για αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου. Εκ πρώτης όψεως «η ιδέα είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή». Προφανώς και μπορεί να υπάρξει «αξιοποίηση» των ακινήτων αυτών αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θ’ αποδώσει τα 50 δις. Ευρώ που κάποιοι «χαρτογιακάδες» έχουν προϋπολογίσει. Η «αξιοποίηση» θα γίνει μέσω ήδη υπαρχουσών κτηματομεσιτικών εταιρειών, οι οποίες είναι θυγατρικές Ελληνικών τραπεζών (Εθνικής, ALPHA, EUROBANK, Πειραιώς). Είναι οι ίδιες που ανέλαβαν την μέχρι τώρα «αξιοποίηση» της κρατικής περιουσίας μια σειρά πωλήσεων και επαναμισθώσεων για τις οποίες κάποιοι βρίσκονται ήδη υπό δικαστική δίωξη. Και αυτή η «ιδέα» ήταν απλή και είχε υποτίθεται ήδη εφαρμοστεί αλλού. Το Δημόσιο θα πουλούσε σε «ιδιώτες» κτίρια στα οποία στεγάζονταν υπηρεσίες του ή τα οποία δεν χρειαζόταν πλέον. Στη συνέχεια θα τα εκμίσθωνε πάλι (αυτά τα οποία θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί) αναλαμβάνοντας παράλληλα και κάποια κόστη όπως αυτό της ασφάλισης τους.

Όπως καταλαβαίνει κανείς το ζήτημα της διαχείρισης και αξιοποίησης των «Εθνικών Γαιών/Κτημάτων» μόνο εύκολο δεν είναι. Καθένας μας αναλόγως της πολιτικής του τοποθέτησης μπορεί να βρεί κάθε τύπου δικαιολογία και απάντηση και να το παρουσιάσει με όποιο τρόπο θέλει. Το μόνο που αντικειμενικά ισχύει είναι πως η γή είναι σταθερή. Όλα όσα είναι κτισμένα πάνω της μπορούν να λυθούν και να μεταφερθούν σα άλλη τοποθεσία αν και όταν αυτό κριθεί απαραίτητο. Όχι όμως και η γή. Συνεπώς δεν έχει τόση σημασία ποιός την διαχειρίζεται/αξιοποιεί. Αν είναι Έλληνας ή Γερμανός. Στο κάτω-κάτω τα κριτήρια και οι τρόποι διαχείρισης και αξιοποίησης της είναι τα ίδια για όλους. Το μόνο που μετράει είναι υπέρ ποίου (για λογαριασμού ποιού) γίνεται η «αξιοποίηση/εκμετάλλευση».

Το παρόν κείμενο δεν είχε σκοπό να παρουσιάσει εξαντλητικά το θέμα. Για κάτι τέτοιο δεν θα έφταναν ούτε οι 13 τόμοι της Ιστορίας του Κορδάτου και οι πάνω από 8.500 σελίδες τους. Πιθανότατα να μην ήταν και σκόπιμο. Στην καλύτερη περίπτωση ν’ αποτελέσει κίνητρο για κάποιους απ’ όσους το διαβάσουν να το ψάξουν περισσότερο και να καταλήξουν στα δικά τους συμπεράσματα. Αυτό που θα έπρεπε να μας μείνει σαν «συμπέρασμα» είναι ότι η γή υπάρχει για να «αξιοποιείται» με τρόπο που να εξυπηρετεί τις εκάστοτε ανάγκες. Υποτίθεται ότι η αρχέγονη Γή ήταν γεμάτη από δάση τα οποία και ο άνθρωπος εξαφάνισε για να διαμορφώσει χωράφια και πόλεις (οι οποίες για να λειτουργήσουν απαιτούν πολλή ενέργεια και πολλά άτομα). Θεωρούμε ότι δεν πρέπει να είμαστε «στενόμυαλοι» και «ξεροκέφαλοι» ως προς τα ζητήματα «αξιοποίησης/εκμετάλλευσης» της γής. Έτσι κι αλλιώς στα δυτικά αστικά καθεστώτα υπάρχουν τρόποι να εκφραστεί κάθε κοινωνική μερίδα και να διεκδικήσει την προστασία των δικαιωμάτων της. αυτό έχει συμβεί πολλές φορές ακόμα και στην Χώρα μας. Επίσης υπάρχουν και οι μηχανισμοί (άσχετα της αποτελεσματικότητας τους) οι οποίοι μπορούν (και πρέπει) να επιβάλλουν σε κάποιον την αποκατάσταση μιας «ζημιάς». Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι οι μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές έχουν γίνει στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ. (π.χ. Βαϊκάλη) στην οποία υποτίθεται ότι το περιβάλλον προστατευόταν τόσο εξαιτίας της ύπαρξης νομικού πλαισίου όσο και επειδή το Κράτος δεν επεδίωκε το κέρδος με την έννοια που γνωρίζουμε στην Δύση. Το μόνο που χρειαζόταν η προστασία του περιβάλλοντος και το οποίο καθότι αναγκαίο δεν υπήρχε ήταν οι ομάδες πολιτών που θ’ ασκούσαν έλεγχο για ότι συνέβαινε (ή θα προγραμματιζόταν να συμβεί) και που θα είχε περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Για να υπάρξουν όμως αυτές οι «ομάδες πίεσης» θα έπρεπε να υπάρχουν αντίστοιχα και πολιτικές ελευθερίες (όπως στην Χώρα μας) οι οποίες ακόμη και όταν ασκούνται καταχρηστικά (π.χ. η κατασκευή του νέου γηπέδου της Α.Ε.Κ. ή η «αξιοποίηση» του Ελληνικού) είναι χρήσιμες είτε ως παράδειγμα προς μίμηση είτε προς αποφυγή.

 

Για δυο σχετικά με το θέμα μας άρθρα βλέπε εδώ & εδώ.

Στο κείμενο της επόμενης εβδομάδας θα παρουσιάσουμε και θα σχολιάσουμε κάποια επίκαιρα κείμενα για το τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα γυρνούσε στην Δραχμή. Σκοπός του επόμενου κειμένου δεν είναι να σας πείσει για κάτι (αφού τις περισσότερες φορές «αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις»). Σκοπός του είναι να σας παρουσιάσει τον τρόπο που λειτουργούν κάποια πράγματα αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να «αποκαλύψει» τις χαζομάρες στις οποίες πιστεύουν(;) κάποιοι που θέλουν να μας/σας κυβερνήσουν (πάντα για το καλό μας/σας).  

 

Παράρτημα σχετικών κεφαλαίων ανά Τόμο της «Μεγάλης Ιστορίας της Ελλάδας».

Τόμος ΙΙ: ΚΔ’, ΚΣΤ’-ΚΘ’, ΛΒ’-ΛΓ’.

Τόμος ΙΙΙ: ΛΖ’-ΛΘ’, ΜΑ’, ΝΑ’, ΝΕ’-ΝΖ’.

Τόμος ΙV: Ε’, Ν’, ΝΗ’-ΝΘ’, ΞΑ’, ΞΣΤ’, ΞΗ’, Ο’, ΟΓ’, ΟΔ’.

Τόμος VII: ΚΒ’.

Τόμος IX: ΛΘ’.

Τόμος Χ: ΞΑ’.

Τόμος ΧΙΙ: ΚΘ’-ΛΓ’.

Τόμος ΧΙΙΙ: ΙΣΤ’, ΚΑ’, ΚΔ’.

 

3 Αυγούστου 2015
παρατηρητής 1.

Διαβάστηκε 8606 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ «ΕΘΝΙΚΩΝ ΓΑΙΩΝ» ΣΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΜΕ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ «ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥΣ.