Font Size

SCREEN

Cpanel
Νέα σε τίτλους:

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 25ης ΓΕΝΑΡΗ 2015, Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - Β' ΜΕΡΟΣ.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 25ης ΓΕΝΑΡΗ 2015, Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - Β΄ΜΕΡΟΣ.

(Α' ΜΕΡΟΣ)

Τι να περιμένει ο ψηφοφόρος στις 26 Γενάρη 2015.    

Δυστυχώς τα Κράτη στην οικονομική τους λειτουργία συμπεριφέρονται όπως και οι πολίτες. Όταν μειώνονται τα εισοδήματα τους -και ανεξάρτητα με την αιτία της μείωσης- προχωρούν στις ίδιες (σπασμωδικές πολλές φορές) κινήσεις. Το πρώτο που κάνουν είναι να περιορίσουν δραστικά τα έξοδα τους. Αμέσως μετά προσπαθούν (αποτυχημένα τις περισσότερες φορές) ν’ αυξήσουν τα έσοδα τους ακόμη και αν με τον τρόπο αυτό υπονομεύουν την μελλοντική τους λειτουργία. Έχει επικρατήσει η λανθασμένη αναλογία με την οποία το Κράτος παρομοιάζεται μ’ ένα νοικοκυριό. Η αναλογία αυτή έχει επιλεγεί σκόπιμα από τους τραπεζίτες γιατί εξυπηρετεί την νομιμοποίηση συγκεκριμένων πρακτικών (οι οποίες οφελούν μόνον αυτούς) και οι οποίες σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν όχι μόνο λανθασμένες αλλά και καταδικαστέες.

Χωρίς να εισερχόμαστε επί του παρόντος περισσότερο στο ζήτημα, μας φτάνει για την ώρα να σημειώσουμε πως το Κράτος δεν μπορεί (εξαιτίας του κεντρικού ρόλου του) να λειτουργήσει όπως το νοικοκυριό χωρίς να υπονομεύσει τον ίδιο του τον εαυτό και τις λειτουργίες του. Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα μπορούμε να προχωρήσουμε στην διατύπωση του συμπεράσματος μας.

Ο ψηφοφόρος την επομένη (26 Γενάρη 2015) των εκλογών μπορεί να περιμένει τα εξής:       

  • Επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές (τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε.) όχι για διαγραφή μέρους τους χρέους αλλά για την επιμήκυνση αποπληρωμής του με μείωση των επιτοκίων και ενδεχόμενη σύνδεσης της αποπληρωμής με «ρήτρα ανάπτυξης».
  • Τυπική και όχι ουσιαστική κατάργηση των «μνημονιακών νόμων» με αμφίβολη επίδραση στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας.
  • Υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας με την επιβολή ελάχιστου όριου πάνω από το οποίο θ’ αρχίζει η υπερφορολόγηση.
  • Εκπλήρωση όλων των (άμεσων κυρίως) υποχρεώσεων της Χώρας (έγκαιρη αποπληρωμή των εντόκων γραμματίων και των ομολόγων) ανεξάρτητα από την διαπραγμάτευση με τους εταίρους.
  • Λήψη μέτρων για την «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής».

Στην πράξη οι επιπτώσεις από τα παραπάνω μέτρα αναμένεται να είναι οι εξής:

  • Η επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές όπως περιγράφηκε παραπάνω είναι το καλύτερο που μπορεί να επιτύχει οποιαδήποτε κυβέρνηση δεδομένου ότι κάθε συμφωνία πρέπει να εγκριθεί από τα Εθνικά Κοινοβούλια των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε. Μιά συμφωνία για διαγραφή μέρους του ονομαστικού χρέους (κεφαλαίου) θα ήταν πρακτικά αδύνατον να εγκριθεί από όλα τα Κοινοβούλια των δανειστών μας, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετές ασταθείς κυβερνήσεις οι οποίες είναι εκτεθειμένες στον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης τους και θα έπρεπε να αναλώσουν πολύτιμο από το «πολιτικό κεφάλαιο» τους για να «περάσουν την συμφωνία». Συνεπώς η συμφωνία για (περαιτέρω) μείωση του επιτοκίου δανεισμού και για επιμήκυνση της αποπληρωμής είναι η μόνη ρεαλιστική λύση, την οποία ήδη στο παρελθόν οι δανειστές μας παρείχαν στη συγκυβέρνη Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. Τέλος το «πυροτέχνημα» της σύνδεσης της αποπληρωμής με «ρήτρα ανάπτυξης» πρακτικά δεν σημαίνει και πολλά για τον πολίτη στην καθημερινή του ζωή, απλώς αποτελεί την απαραίτητη επωδό για να εμφανιστεί ως επιτυχία το αποτέλεσμα της συμβιβαστικής αυτής λύσης. Το ζήτημα δεν είναι η αποπληρωμή του χρέους όταν το ποσοστό του Α.Ε.Π. υπερβαίνει π.χ. το 2% αλλά πόση από την αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση της εγχώριας παραγωγής η οποία προορίζεται για εξαγωγή και αν παράλληλα συνδέεται με μείωση των εισαγωγών. Αύξηση του Α.Ε.Π. λόγω αύξησης της λιανικής κατανάλωσης εισαγομένων καταναλωτικών ειδών δεν είναι θετική για την Χώρα, αφού τα λεφτά καταλήγουν τελικά στο εξωτερικό.
  • Η κατάργηση του «μνημονίου» και των «εφαρμοστικών νόμων του» δεν θα μας γυρίσει ουσιαστικά στην πρό του 2009 περίοδο. Ο ένας λόγος είναι ότι οι «επιχειρηματίες» δεν πρόκειται ν’ απεμπολήσουν όσα «κέρδισαν» τα τελευταία χρόνια στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων και διαπραγματεύσεων και του καθορισμού των μισθών. Η επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας στα προ του 2009 επίπεδα είναι πρακτικά αδύνατη, αφού η οικονομική δραστηριότητα δεν έχει αναθερμανθεί σε βαθμό που ν’ αποροφήσει τις αυξήσεις των τιμών εξαιτίας της αύξησης του κόστους που θα προέλθει από την επαναφορά για παράδειγμα του κατώτατου μισθού στα 751 Ευρώ. Δεδομένου ότι τα σχήματα εργασιακών σχέσεων που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκαν αυτή την περίοδο (π.χ. ωρομίσθια, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση) υπήρχαν ήδη στην πρό του 2009 περίοδο είναι προφανές ότι θα επεκταθεί η χρήση τους σε περίπτωση αύξησης του κατώτατου μισθού κρατώντας το μισθολογικό κόστος χαμηλά, διπλασιάζοντας έτσι τους απασχολούμενους κρατώντας σταθερή την μισθολογική δαπάνη. Οι επιχειρήσεις θα μετακυλήσουν (όπως πάντα κάνουν) την αύξηση του μισθολογικού κόστους στην τελική τιμή αγαθών και υπηρεσιών. Οι όποιες «συμφωνίες κυρίων» γίνουν θα είναι κυρίως για «τα μάτια του κόσμου» και για σύντομο χρονικό διάστημα. Καθώς δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που να επβάλλει στις επιχειρήσεις να κρατήσουν τις τιμές χαμηλά, αυτές μέσω της διατήρησης της παραγωγής στα παρόντα επίπεδα θα οδηγήσουν τις τιμές καταναλωτή σ’ αύξηση. Αυτό για τις επιχειρήσεις είναι μονόδρομος δεδομένου ότι με βάση την Κλασική Οικονομική Θεωρία όταν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός (όπως τώρα) ή χαμηλός αποτελεί αντικίνητρο για την αύξηση της παραγωγής, αφού τα προϊόντα που θα παραχθούν στο μέλλον θα πρέπει να τιμολογούνται φθηνότερα κάτι που δεν συμφέρει επιχειρηματικά.
  • Η φορολόγηση με σημαντικά μεγαλύτερο συντελεστή της ακίνητης περιουσίας πάνω από ένα όριο είναι από πολιτικής και κομματικής άποψης είναι ένα πρόσφορο θέμα για (λαϊκίστικη) εκμετάλλευση. Ωστόσο δεν αναμένεται ν’ αποδώσει κυρίως γιατί πολλοί από αυτούς που θ’ αποτελέσουν το υποκείμενο της φορολόγησης (και οι οποίοι κατέχουν ακίνητα σ’ εμπορικές -ως το 2009- περιοχές, τα οποία τώρα δεν αποδίδουν εισόδημα) αντιμετωπίζουν «ταμειακό πρόβλημα» δηλαδή, έλλειψη ρευστού. Επίσης το όριο πάνω από το οποίο θα επιβληθεί το υψηλότερο κλιμάκιο του φόρου όποιο κι’ αν είναι θα συμπεριλάβει κάποιους οι οποίοι είχαν αποκλειστικά εισόδημα από τ’ ακίνητα το οποίο πλέον έχει μειωθεί σημαντικά με αποτέλεσμα η φοροδοτική τους ικανότητα να είναι χαμηλή. Περαιτέρω οι μειωμένες (σχεδόν εξανεμεισμένες) τιμές στην αγορά ακινήτων δεν βοηθούν όποιον θα ήθελε να πουλήσει την περιουσία του προκειμένου να πληρώσει τους φόρους του ή ακόμα και το Κράτος να εκποιήσει την κατεσχεμένη ακίνητη περιουσία των οφειλετών του.
  • Η εκπλήρωση των άμεσων κυρίως ταμειακών υποχρεώσεων της Χώρας στους ξένους δανειστές είναι μονόδρομος (όχι μόνο γιατί μέσω δηλώσεων δίνονται τέτοιες διαβεβαιώσεις) γιατί σε διαφορετική περίπτωση τα επιτόκια δανεισμού ακόμη και για τα έντοκα γραμμάτια (από 3-12 μήνες) θα εκτιναχθούν στα ύψη. Ήδη οι «αγορές» με την επίθεση τους (όπως και το 2001) στα Ελληνικά Ομόλογα (άνοδος των spreads) δημιουργούν ασφυκτικό κλίμα στην νέα κυβέρνηση η οποία ή θα υποκύψει στις απαιτήσεις τους ή θα πληρώσει υπέρογκα επιτόκια δανεισμού. Το χειρότερο είναι ότι η λειτουργία των Ελληνικών Τραπεζών δεν καθορίζεται πλέον από τις αποφάσεις της κυβέρνησης, αλλά από τις αποφάσεις της Ε.Κ.Τ. Η Ε.Κ.Τ. (Μάριο Ντράγκι) μπορεί με μιά απόφαση της (διακοπή της χρηματοδότησης των ελληνικών Τραπεζών) να επιβάλλει είτε το κλείσιμο τους για κάποιες μέρες είτε περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων. Στην τελευταία περίπτωση τα προβλήματα τροφοδοσίας της αγοράς θα είναι σημαντικά, αφού επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν ατους λογαριασμούς τ’ απαραίτητα κεφάλαια δεν θα μπορούν να εμβάσουν λεφτά στο εξωτερικό στους προμηθευτές τους. Το τελευταίο χρονικό διάστημα ακούγεται όλο και περισσότερο η άποψη για αγορά έντοκων γραμματίων και ομολόγων από τους Έλληνες καταθέτες. Αυτή η εξέλιξη μας γυρνά στις δεκαετίες του ‘80 και ‘90 στους γνωστούς μας «ραντιέρηδες» (έτσι τους είχε βαφτίσει ο Α. Παπανδρέου). Οι ιδιώτες αυτοί αγόραζαν με το περίσσευμα τους τίτλους του Δημοσίου και απεκόμιζαν μεγάλες αποδόσεις (τότε οι αποδόσει είχαν φτάσει και στο 23%), οι οποίες όταν έπεσε ο πληθωρισμός αυγάτισαν και σε αξία τα υπόλοιπα των λογαρισμών τους. Οι «ραντιέρηδες» από την στιγμή που τα έντοκα γραμμάτια και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αγοράζονταν μόνο από τις Τράπεζες (οι οποίες τα χρησιμοποιούσαν ως εγγύηση για ν’ αυξήσουν τον δανεισμό τους στους ιδιώτες) στράφηκαν στους λογαριασμούς προθεσμίας («κλειστούς») οι οποίοι δίνουν μεγαλύτερα από τα απλά επιτόκια καταθέσεων, απαιτώντας όμως από τον πελάτη να μην ζητήσει τα λεφτά του πρίν την λήξη της προθεσμίας λήξης τους (αλλιώς ο πελάτης πληρώνει ποινή προεξόφλησης). Συνεπώς η στροφή σ’ αυτό το κοινό επενδυτών δεν θα λύσει το πρόβλημα για την κυβέρνηση, αφού έτσι κι’ αλλιώς τα χρήματα αυτά τοποθετούμενα μέχρι τώρα σε «κλειστούς λογαριασμούς» θεωρητικά επιτελούσαν την ίδια λειτουργία με αυτήν της αγοράς τίτλων του Δημοσίου. Υποτίθεται ότι ακριβώς επειδή τα λεφτά θ’ απέφεραν τόκο μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας για την οποία είχαν κατατεθεί, οι Τράπεζες μπορούσαν να υπολογίζουν στα κεφάλαια αυτά για να χρηματοδοτήσουν (δώσουν δάνεια) σε ιδιώτες. Άρα ξαναγυρνάμε στο πρόβλημα του πώς θα χρησιμοποιηθούν καλύτερα (αποδοτικότερα) και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα τα συγκεκριμένα κεφάλαια. Τέλος ο υποχρεωρτικός εσωτερικός δανεισμός (ο οποίος επιλέχτηκε ως λύση απελπισίας την δεκαετία του 1920) θα οξύνει την οικονομική δραστηριότητα, αφού θα στερήσει κεφάλαια από την άμεση κατανάλωση την ίδια στιγμή που θα πρέπει να επιλύσει το πρόβλημα της αποδοτικότερης χρήσης των χρημάτων αυτών. Επιπλέον πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί θα οδηγήσει σε πτώση των τιμών ακόμη και κάτω του κόστους παραγωγής (με ότι αυτό σημαίνει), αφού η σπανιότητα του χρήματος θα οδηγήσει σε πόλεμο τιμών για την εξασφάλιση του. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε μείωση πραγματική ή τεχνητή (διάβαζε κρύψιμο) των προϊόντων προκειμένου να εξισορροπηθούν οι τιμές με το κόστος παραγωγής και άρα στην δημιουργία «μαύρης αγοράς» με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
  • Η λήψη μέτρων για την «καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» είναι ένα από τα πλέον αγαπητά θέματα για κάθε κυβέρνηση. Η φοροδιαφυγή δεν είναι ενδημικό φαινόμενο της Ελλάδας. Σε άλλα μάλιστα μέρη του κόσμου έχει και μεγαλύτερες διαστάσεις. Η φοροδιαφυγή δεν γίνεται να καταπολεμηθεί όσο το όφελος από αυτήν δεν είναι μικρότερο από τα πρόστιμα που επιβάλλονται στους παραβάτες. Η φοροδιαφυγή ευνοείται από την κρίση και τα μέσα που διαθέτει το Κράτος για την καταπολέμηση της περιλαμβάνουν την στενότερη καταγραφή και παρακολούθηση όλων των οικονομικών συναλλαγών. Με τον τρόπο αυτό όμως θα υπάρξουν παράπονα (δικαιολογημένα και εκ του πονηρού) τόσο για δυσλειτουργίες που θα προκύψουν στην οικονομική δραστηριότητα όσο και για «καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών». Επίσης από ψυχολογικής άποψης η λήψη τέτοιων μέτρων καθότι αντιδημοφιλής παρέχει μιάς πρώτης τάξεως ευκαιρία για σπέκουλα σε βάρος της εκάστοτε κυβέρνησης. Ένα ακόμη ζήτημα στην «μάχη για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής» είναι το γεγονός ότι αυτή (η μάχη) απαιτεί την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού αλλά προπάντως «αδιάφθορου» κρατικού μηχανισμού ο οποίος θα φέρει το έργο σε πέρας. Η ύπαρξη όμως ενός τέτοιου κρατικού μηχανισμού στην σημερινή συγκυρία (ζήτημα αν έχει υπάρξει ποτέ) μοιάζει με κακόγουστο αστείο.

Υποψιαζόμαστε ότι τα παραπάνω τα γνώριζαν ή τα διαισθάνονταν οι περισσότεροι από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, καθώς επίσης και όσοι έστω και επιφανειακά διαβάζετε εφημερίδες. Κάποιοι (πιθανόν όσοι έχετε ήδη επιλέξει να ψηφίσετε ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) να ελπίζετε ότι έχει φτάσει πλέον η στιγμή να υπάρξει μιά Πανευρωπαϊκή αλλαγή πλεύσης, αφού πλεόν η κρίση πλήττει ακόμη και τον «σκληρό πυρήνα της Ε.Ε.». Ένα απο τα επιχειρήματα που υποστηρίχτηκε στο παρελθόν είναι ότι μιά νίκη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα βοηθούσε στον σχηματισμό ενός μετώπου των Λαών στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. το οποίο θα λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης στις κυβερνήσεις τους οι οποίες προκειμένου να μην χάσουν τα λαϊκά τους ερείσματα θα συναινέσουν σε «αλλαγή πολιτικής». Ο συλλογισμός αυτός διακρίνεται από περίσιο πολιτικό ιδεαλισμό ο οποίος κατά τη γνώμη μας παρότι είναι συνεπής με την ιδεολογία της Αριστεράς είναι ωστόσο αδικαιολόγητος στην σημερινή οικονομική και πολιτική συγκυρία.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρείς λόγοι γιατί αυτό δεν πρόκειται να συμβεί:

  • Ο πρώτος λόγος είναι γιατί οι κυβερνήσεις πολλών χωρών οι οποίες αναλογικά είναι (ή θα βρεθούν σύντομα) σε χειρότερη θέση από εμάς θέλοντας να «κερδίσουν χρόνο» και ν’ αναβάλλουν την λήψη σκληρών και αντιδημοφιλών μέτρων, θα χρησιμοποιήσουν την περίπτωση της αχάριστης Ελλάδας σαν παράδειγμα πρός αποφυγή φορτώνοντας της τις ευθύνες (ως αποδιοπομπαίο τράγο) για την δικιά τους δύσκολη κατάσταση. Το πολύ-πολύ μιά τέτοια προσπάθεια να τύχει της θετικής αντιμετώπισης μικρών και περιθωρειακών κομμάτων τα οποία όμως δεν επηρεάζουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων τους. Σε κάθε περίπτωση (και αυτό από μιά άποψη είναι το χειρότερο) θα διαφανεί μιά μεγάλη πλειοψηφία (αν όχι η απόλυτη πλειοψηφία) των πολιτών κάθε χώρας η οποία θα διάκειται εχθρικά έναντι του αιτήματος της διαγραφής μέρους του χρέους. Αυτό θα συμβεί (ήδη συμβαίνει) εξαιτίας της ψυχολογικής ανάγκης που ενδόμυχα έχουμε όλοι μας ν’ αποδίδεται το φταίξιμο για τα προβλήματα μας σε κάποιον άλλο και όχι σε εμάς.
  • Ο δεύτερος λόγος είναι ο παραδειγματισμός. Όπως οι μαφιόζοι τοκογλύφοι σκοτώνουν τον χρεώστη τους για παραδειγματισμό, κάποιοι (Γερμανοί και Γάλλοι κυρίως και δευτερευόντως Ισπανοί) για να δείξουν στους υπόλοιπους ότι «εκβιασμοί σαν και της Ελλάδας δεν περνάνε» δεν θα έχουν ενδοιασμούς να «στραγγαλίσουν οικονομικά» την Χώρα.  
  • Ο τρίτος λόγος είναι ότι σήμερα δεν υπάρχουν ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος στην Ε.Ε. όπου επικρατούν οι μέτριες μετριότητες. Ο Ολάντ δεν είναι Μιτεράν, ο Ραχόι δεν είναι Γκονζάλες, ο Κοέλιου δεν είναι Σοάρες, η Μέρκελ δεν είναι Κόλ, ο Ρέντσι δεν είναι Κράξι, ο Κάμερον δεν είναι Θάτσερ (το αντίπαλο δέος τότε) και φυσικά ο Τσίπρας δεν είναι του επιπέδου του Α. Παπανδρέου για να μπορεί να χειριστεί πρόσωπα και καταστάσεις (σ’ επίπεδο συμμαχιών) στην Ευρώπη του σήμερα.

Τέλος ο ψηφοφόρος πρέπει να έχει υπόψη του και κάτι άλλο που κατά κόρον ακούγεται σαν άλλο «ράδιο αρβύλα». Υποτίθεται (έχει γραφτεί και σε διεθνή οικονομικά έντυπα) πως η Κίνα θα χρησιμοποιήσει τα μεγάλα συναλλαγματικά της αποθέματα για να δανείσει χώρες που δεν μπορούν να δανειστούν από τις «αγορές». Κατ’ αρχάς επειδή δεν «τρώμε κουτόχορτο» είναι προφανές ότι κανείς δεν δανείζει χωρίς κέρδος («για την ψυχή της μάνας του»). Το ίδιο ισχύει και για τους Κινέζους οι οποίοι όντας οι μεγαλύτεροι δανειστές των Η.Π.Α. έχουν προειδοποιήσει εδώ και καιρό σχετικά με τα επίπεδα πληθωρισμού στις Η.Π.Α. τα οποία θεωρούν ανεκτά προκειμένου να συνεχίσουν να τις δανείζουν. Η Κίνα παρείχε τον Ιούλιο στην Αργεντινή δάνειο 5,5 δις (βλέπε εδώ). Ευρώ προκειμένου αυτή να γλυτώσει νέα χρεοκοπία. Αν κάποιος νομίζει ότι το έκανε γιατί αντιπαθεί τις Η.Π.Α. είναι γελασμένος. Η Κίνα ενδιαφέρεται για το συμφέρον της και μόνον. Στην προσπάθεια της να «βάλει στο χέρι» (ελένξει) τις απαραίτητες για την «ανάπτυξη» της πρώτες ύλες έπεισε την Αργεντίνικη κυβέρνηση να εκδιώξει την Ισπανική πετρελαϊκή εταιρεία REPSOL «εθνικοποιώντας» δήθεν τις εγκαταστάσεις της (πληρώνοντας της μεγάλη αποζημείωση) και παραδίδοντας τα συγκεκριμένα κοιτάσματα στον έλεγχο της Κίνας (βλέπε εδώ). Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις (εθνικοποιήσεων) για το «καλό του Λαού» κ.λπ. είναι για την εσωτερική κατανάλωση και πρακτικά δεν σημαίνει τίποτα. Αν λοιπόν η κυβέρνηση εξασφαλίσει δάνειο από τους Κινέζους αυτό θα συμβεί γιατί οι Κινέζοι θέλουν με τον τρόπο αυτό να χρηαμτοδοτήσουν τις εξαγωγές των φτηνότερων τους προϊόντων στην Χώρα μας και όχι γιατί μας αγαπάνε, παράγοντας έτσι μιά αύξηση του Α.Ε.Π. αλλά όχι του τύπου που θα βοήθαγε την οικονομική ανόρθωση της Χώρας (αφού όπως έλεγε και το σλόγκαν της δεκαετίας του ’80: «αγοράζοντας εισαγόμενα την πληρώνουμε όλοι, γιατί αυξάνουμε την ανεργία και τον πληθωρισμό»).

Αυτά και καλή κάλπη...    

 

Υ.Γ.1. Για όσους έχουν ακόμη κάποιες ενστάσεις για τα παραπάνω παραπέμπουμε στις αυτούσιες δηλώσεις (και όχι την ερμηνεία τους) του Κ. Λαπαβίτσα (βλέπε εδώ από την 5η παράγραφο και μετά). Ο Λαπαβίτσας τοποθετείται ως Οικονομολόγος που είναι και όχι ως υποψήφιος Βουλευτής, γι’ αυτό και η τοποθέτηση του έχει ιδιαίτερη αξία.

 

13 Γενάρη 2015.
παρατηρητής 1.

 

 

Διαβάστηκε 5942 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 25ης ΓΕΝΑΡΗ 2015, Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - Β' ΜΕΡΟΣ.