Font Size

SCREEN

Cpanel

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ. ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΜΑΡΑ.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ. ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΜΑΡΑ.

Πρώτιστο μέλημα κάθε κυβέρνησης σε περιόδους οικονομικής κρίσης ή ύφεσης είναι η διάσωση του εγχώριου τραπεζικού της συστήματος. Το επιχείρημα είναι απλό και αληθοφανές (αν όντως ισχύει θα το δούμε παρακάτω): «Οι τράπεζες πρέπει να διασώζονται γιατί σ’ αυτές είναι τοποθετημένα τα λεφτά του κοσμάκη και των επιχειρήσεων, οι οποίοι σε κάθε άλλη περίπτωση θα τα έχαναν (αν δεν διασώζονταν)». Βλέπουμε λοιπόν ότι το Κράτος (ο εκτελεστικός μηχανισμός κάθε κυβέρνησης) έχει τον ρόλο του ασφαλιστή των καταθέσεων πολιτών και επιχειρήσεων. Το κόστος κάθε διάσωσης καταβάλλεται από τον «ασφαλιστή» (Κράτος) ο οποίος όμως το μεταφέρει σ’ αυτούς τις καταθέσεις των οποίων «έσωσε» μέσω της διάσωσης του τραπεζικού συστήματος. Φυσικά ο λογαριασμός για την διάσωση του τραπεζικού συστήματος δεν πληρώνεται απευθείας από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις αλλά σε δόσεις και μέσω της αύξησης της φορολογίας. Έτσι μπορούν όλοι να είναι ήσυχοι πως γλύτωσαν τα χειρότερα, την στιγμή που η εξόφληση του λογαριασμού αναβάλλεται για το κοντυνό ή μακρυνό μέλλον.

Στην ουσία όμως ο μόνος κερδισμένος είναι ο τραπεζίτης και αυτό για δυο λόγους:

  • Συνεχίζει να είναι μέσα στο παιχνίδι (αφού διασώθηκε και δεν χρεοκόπησε) και μετά από λίγη αυτοσυγκράτηση να συνεχίσει να κάνει αυτά που έκανε και πριν.
  • Μετέφερε τις ζημιές του (τις φόρτωσε) στην Κοινωνία της οποίας είναι εξέχων μέλος και άρα ευρισκόμενος στην κορυφή της πυραμίδας (ρετιρέ) θα επιβαρυνθεί λιγότερο (σε σχέση με τα εισοδήματα του).
  • είτε χαμηλό πληθωρισμό,
  • είτε κάλυψη των απωλειών των τραπεζών από άλλες πηγές.       

Είναι κρίσμο (και χρήσιμο) λοιπόν να εξετάσουμε τον ρόλο των τραπεζών τόσο ως οικονομικών θεσμών όσο και ως επιχειρήσεων στην Οικονομία. Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό δεδομένου ότι οι τράπεζες δεν είναι ούτε μόνο οικονομικοί θεσμοί ούτε μόνο επιχειρήσεις, είναι και τα δυο.

Σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης (ανάπτυξης) υπάρχει συναγωνισμός σχετικά με τον αριθμό των τραπεζών που μπορεί να υποστηρίξει μια οικονομία. Συνήθως το μέτρο είναι οι 10.000 κάτοικοι. Έτσι πριν την εκδήλωση της κρίσης στην Ελλάδα το 2009 αλλά και για λίγο καιρό μετά όταν ακόμα δεν είχαν σκουρήνει τα πράγματα υπήρξε σειρά άρθρων τα οποία αναπαρήγαγαν αντίστοιχες έρευνες σχετικά με τον αριθμό των τραπεζικών υποκαταστημάτων ανά 10.000 κατοίκους. Σύμφωνα με έρευνες υποτίθεται ότι το ποσοστό στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες ήταν χαμηλό (περίπου το μισό). Το συμπέρασμα που προέκυπτε ήταν ότι υπήρχε χώρος για περαιτέρω ανάπτυξη του τραπεζικού δικτύου με την είσοδο ξένων τραπεζών στην Ελληνική αγορά.

Υποτίθεται ότι η είσοδος νέων τραπεζών (π.χ. Γαλλικών τραπεζών) θα οδηγούσε σε εντονότερο ανταγωνισμό με τις Ελληνικές και εξαιτίας του ανταγωνισμού αυτού θα είχαμε μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων (δανεισμού) και των τραπεζικών προμηθειών. Υποτίθεται ότι το μικρό ποσοστό τραπεζικών υποκαταστημάτων είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον ξένων τραπεζικών οίκων οι οποίοι ψάχνουν συνεχώς να βρουν νέες επενδυτικές ευκαιρίες για να τοποθετήσουν τα λιμνάζοντα κεφάλαια τους (που έλεγε και ο Γιάνης) τα οποία όσο λιμνάζουν αχρησιμοποίητα παράγουν κόστος αντί κέρδη. Στο πλαίσιο αυτό είχε -υποτίθεται- δραστηριοποιηθεί και η Γαλλική τράπεζα CREDIT AGRICOLE (Αγροτικής Πίστεως) η οποία εξαγόρασε την Εμπορική Τράπεζα. Όταν είχε εισέρθει στην ελληνική αγορά είχε προχωρήσει σε μεγαλόστομες ανακοινώσεις σύμφωνα με τις οποίες για εκείνη η είσοδος της στην Ελληνική αγορά ήταν σημαντικό γεγονός και πως θα έβαζε κεφάλαια στην εμπορική προκειμένου αυτή να πάρει μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Στην πράξη ωστόσο τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει η Γαλλική τράπεζα (αν πιστέψουμε στα λεγόμενα των εκπροσώπων της). Οι απώλειες από τα «τοξικά» ομόλογα στα οποία είχε εκτεθεί τόσο η ίδια όσο και η Εμπορική απαιτούσαν την καταβολή υψηλών χρηματικών ποσών για την ανακεφαλαιοποίηση τους. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την CREDIT AGRICOLE στην παραχώρηση της Εμπορικής Τράπεζας με μόνο 1 Ευρώ σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα ενδιαφερόταν με την υποχρέωση εκείνη ν’ αναλάβει την ανακεφαλαιοποίηση (τα χρέη/ανοίγματα) της Εμπορικής. Γνωρίζουμε ότι λίγο καιρό μετά η Εμπορική έπαψε να λειτουργεί σαν ξεχωριστή τράπεζα έχοντας αφομοιωθεί από την ALPHA BANK.

Όλη η συζήτηση εκείνη την περίοδο περιστρεφόταν στον άξονα που θέλει τις τράπεζες ως μοχλό/θεσμό ανάπτυξης, δηλαδή ως εργαλείο με το οποίο αυξάνεται το Α.Ε.Π. Ωστόσο η άποψη αυτή βασίζεται στην ουσία σε μια παρανόηση κατά την οποία οι τράπεζες δημιουργούν με την δραστηριότητα τους (νέο) πλούτο, κάτι που δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται επί προμήθεια τον πλούτο που δημιουργείται από τη λειτουργία της «αγοράς» την οποία το Κράτος επηρεάζει με την οικονομική πολιτική του. Οι τράπεζες είναι ο ενδιάμεσος και η λειτουργία τους (παρ’ ότι δημιουργούν τραπεζικά προϊόντα) είναι διεκπεραιωτική. Η κύρια προσπάθεια τους είναι να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα λεφτά των πιστωτών τους (καταθετών) προκειμένου ν’ αντλήσουν μεγαλύτερες προμήθειες από τους πελάτες τους.

Στην ουσία οι τράπεζες δεν διαφέρουν από καμία άλλη επιχείρηση/εταιρεία. Όλες τους εκτός από την Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας (η οποία μόνη ατή έχει το εκδοτικό προνόμιο) είναι εμπορικές επιχειρήσεις όπως και κάθε άλλη επιχείρηση. Ωστόσο παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Χρηματοδοτούν τη λειτουργία τους με τα λεφτά άλλων. Έτσι ο τραπεζίτης που έστησε αρχικά την τράπεζα μπορεί να έβαλε από καθόλου έως λίγα λεφτά για το αρχικό της κεφάλαιο. Τα υπόλοιπα κεφάλαια είναι αυτά που της εμπιστεύονται όσοι μαγνητίζονται από το κέρδος με χαμηλό ρίσκο. Σ’ ένα βαθμό (και από ένα σημείο και μετά) ισχύουν τα ίδια και για τις εισηγμένες στο Χ.Α. επιχειρήσεις και ειδικά για τις πολύ μεγάλες.     

Αν όμως οι τράπεζες δεν είναι οικονομικοί θεσμοί (όπως π.χ. τα επιμελητήρια) και είναι απλές επιχειρήσεις, τότε γιατί η διάσωση τους σε καιρούς κρίσης είναι το πρεώτο μέλημα των κυβερνήσεων; Η απάντηση είναι γιατί οι τραπεζίτες (όπως και οι μεγαλομέτοχοι τους) είναι γνωστοί των κυβερνώντων (του πολιτικού συστήματος. Επίσης με την διάσωση των τραπεζών δείχνουν ότι ενδιαφέρονται και για τον λαό του οποίου το «κομπόδεμα» προστατεύουν. Αντίστοιχα μπορούν να περηφανεύονται ότι προστατεύουν και τις επιχειρήσεις (όσες δεν χρωστούν στις τράπεζες) οι οποίες σ’ αντίθετη περίπτωση θα έχαναν τα λεφτά που διατηρούν σ’ αυτές. Στην πράξη όμως αυτό που επιτυγχάνεται είναι η διάσωση των τραπεζιτών οι οποίοι εν πληρώνουν παράμικρό κόστος για τις λανθασμένες επιχειρηματικές αποφάσεις τους ενώ οι υπόλοιπες ιδιωτικές επιχειρήσεις αφήνονται σην τύχη τους πληρώνοντας τα λάθη των Διευθυντικών Στελεχών τους (εκτός από κάποιες που διασώζονται από τις τράπεζες). Εξυπακούεται ότι δεν γίνεται λόγος για επιστροφή των bonus που είχαν εισπράξει τα προηγούμενα χρόνια (παρά τις «κακές» επιχειρηματικές αποφάσεις τους) παρά μόνο (για τα μάτια του κόσμου και για μικρό χρονικό διάστημα) για μείωση αυτών που θα πάρουν.

Έτσι το Κράτος απευθείας επεμβαίνει για να διασώσει από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μόνο τις τράπεζες, οι οποίες κατά την (λανθασμένα) κρατούσα άποψη είναι οικονομικοί θεσμοί και πυλώνες της οικονομίας και άλλα παρόμοια. Ως αντίτιμο της διάσωσης τους οι τράπεζες υποτίθεται ότι θα πρέπει να επιτελέσουν την αποστολή τους (δηλαδή την χρηματοδότηση της οικονομίας) βοηθώντας έτσι στην αύξηση του Α.Ε.Π. και συνακόλουθα των κρατικών εσόδων.

Παρατηρώντας όμως προσεκτικά την τραπεζική δραστηριότητα αμέσως μετά από Κρίσεις ή/και Υφέσεις βλέπεουμε ότι οι τράπεζες εμφανίζονται απρόθυμες να δανείσουν λεφτά στις επιχειρήσεις και να χρηματοδοτήσουν έτσι έναν νέο κύκλο οικονομικής μεγέθυνσης. Ακόμα και όταν το κάνουν, τα επιτόκια δανεισμού είναι υψηλά σαν να θέλουν να τιμωρήσουν όσους δανείζονται από αυτές, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την ρήση σύμφωνα με την οποία: «Αυτοί που μπορούν να πάρουν δάνειο είναι αυτοί που δεν το χρειάζονται». Αυτο γίνεται φανερότερο αν διαβάσει κανείς την «Έκθεση του Γ.Λ.Κ. για τις Γερμανικές Αποζημειώσεις» και ειδικότερα στο κεφάλαιο 12.7 (βλέπε εδώ) στην οποία αναφέρεται ότι ο υψηλός πληθωρισμός κατά την περίοδο της Κατοχής όπως και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έκανε τις τράπεζες πολύ διστακτικές στην χορήγηση δανείων. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε (για τον αν η αντιμετώπιση ήταν η «σωστή» είναι «άλλου παππά ευαγγέλιο») με την χορήγηση δανείων από την κρατική Αγροτική Τράπεζα. Έτσι το Κράτος ανέλαβε και τον ρόλο του τραπεζίτη αφού οι ίδιοι οι τραπεζίτες φυλλάγονταν από τις κακοτοπιές.

Δεδομένου όμως ότι οι τραπεζίτες έχουν «ανάγκη» να δημιουργούν κέρδη από τα οποία παρακρατούν τα bonusτους, δεν θα μπορούσαν ν’ απέχουν εντελώς από κάθε κερδοφόρα δραστηριότητα. Γι’ αυτό τότε όπως και τώρα προτιμούν να προβαίνουν σε βραχυχρόνιες συναλλαγές οι οποίες θα τους φέρνουν κέρδη περιμένοντας την αλλαγή του οικονομικού κλίματος όταν θα είναι ασφαλέστερο γι’ αυτούς να δανείσουν με χαμηλότερο επιτόκιο. Στο κάτω-κάτω τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού προϋποθέτουν μια από τις εξής δυο αιτίες:

Στην δεύτερη κατηγορία εμπίπτουν οι χρηματοδοτήσεις μέσω Κοινοτικών ή/και Κρατικών Προγραμμάτων τα οποία καλύπτουν μέρος του μειωμένου επιτοκίου δαννεισμού. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι τραπζίτες (άρα και οι τράπεζες) αποφεύγουν να επιτελέσουν το «καθήκον» τους όταν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Δηλαδή μονά-ζυγά δικά τους. Εφ’ όσον οι τραπεζίτες δεν κάνουν την δουλειά τους περιμένοντας να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα, αυτό σημαίνει ότι στις πλάτες του Κράτους πέφτει το βάρος της βελτίωσης του. Το Κράτος έχει μόνο δυο τρόπους για να βελτιώσει το κλίμα. Ο πρώτος είναι η μείωση της φορολογίας η οποία θα οδηγήσει και σε μείωση των εσόδων του, την οποία μπορεί να ισοσκελίσει μόνο με αντίστοιχο δανεισμό. Προσοχή όμως! Αν ο δανεισμός προέρχεται από το εσωτερικό αυτό σημαίνει ότι μειώνονται τα διαθέσιμα για την χρηματοδότηση της αγοράς κεφάλαια τα οποία κατευθύνονται προς πιο «σίγουρες» μορφές επένδυσης όπως τα Κρατικά Ομόλογα και Έντοκα Γραμμάτια «ακυρώνοντας» έτσι την αρχική επιδίωξη. Ο δεύτερος τρόπος είναι μέσω της χορήγησης φθηνών (χρηματοδοτούμενων) κεφαλαίων τα οποία προέρχονται είτε από Κοινοτικά είτε από Δημόσια Προγράμματα Επενδύσεων. Τα μεν Κοινοτικά σχεδόν πάντα είναι συγχρηματοδοτούμενα και δεν απαιτείται η εύρεση πολλών κεφαλαίων. Αντίθετα τα Δημόσια Προγράμματα Επενδύσεων χρηματοδοτούνται μόνο από το Κράτος το οποίο και πρέπει να βρεί τ’ αναγκαία για τον λόγο αυτό κεφάλαια οδηγώντας το στον δανεισμό με την επιφύλαξη που διατυπώσαμε παραπάνω. Προκειμένου το Κράτος να πάρει την απόφαση να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει τη οικονομική δραστηριότητα μέσω των Προγραμμάτων Δημοσίων Επενδύσεων θα πρέπει να προσδοκά μεγάλη αύξηση εσόδων, τέτοια που να καλύπτει το κεφάλαιο και τους τόκους των δανείων που έλαβε. Πρέπει δηλαδή ο πολλαπλασιαστής (δηλαδή πόσες φορές το ίδιο Ευρώ θα ανακυκλωθεί σε μια περίοδο) να είναι μεγάλος για να μην ίνουν τα δάνεια βραχνάς για τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Βλέπουμε λοιπόν πως όποιος τρόπος και να επιλεγεί από το Κράτος για να «πάρει μπροστά εκ νέου η οικονομία» έχει μεγάλο ρίσκο ειδικά όταν υπάρχει πλήθος παραγόντων που μπορούν ν’ «ακυρώσουν» την προσπάθεια αντιστρέφοντας το θετικό κλίμα που πάει να δημιουργηθεί. Οι παράγοντες αυτοί είναι είτε εσωτερικοί είτε εξωτερικοί και συνηθέστερα σχετίζονται είτε με τα οικονομικά αποτελέσματα μιας χώρας είτε με τις εκτιμήσεις για την οικονομία της. Για τον λόγο αυτό στο παρελθόν κράτη οδηγήθηκαν στην αναχρηματοδότηαη (με ολοένα και μεγαλύτερα επιτόκια) των δανείων που είχαν λάβει για να χρηματοδοτήσουν τα Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων επιβαρύνοντας τους μελλοντικούς Προϋπολογισμούς τους.

Υπάρχει, λοιπόν, λύση στο ζήτημα της χρηματοδότησης της οικονομίας για «να ξαναπάρει τα πάνω της;». Θεωρητικά ναι υπάρχει. Η «λύση» έγκειται στον καθορισμό μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων είτε μιλάμε για τις καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στις Κεντρικές Τράπεζες είτε για τις καταθέσεις των πολιτών. Με το μέτρο αυτό οι καταθέτες όχι μόνο δεν έχουν όφελος από την κατάθεση των χρημάτων τους στις τράπεζες αλλά πληρώνουν κιόλας «φύλακτρα» (στην περίπτωση των αρνητικών επιτοκίων). Υποτίθεται ότι οι καταθέτες θ’ αναζητήσουν άλλες επενδύσεις και αφού παράλληλα το Κράτος θα κρατήσει τα επιτόκια των Ομολόγων και των Εντόκων Γραμματίων πολύ χαμηλά οι καταθέτες θα στραφούν στο Χ.Α. ή θ’ αυξήσουν την κατανάλωση τους αυξάνοντας και το Α.Ε.Π. Μέσω του Χ.Α. οι επιχειρήσεις θ’ αντλήσουν φθηνό χρήμα (αφού ο μεγαλύτερος όγκος των καταθέσεων θ’ αυξήσει υπερβολικά την προσφορά χρήματος μειώνοντας το κόστος του) και έτσι θα χρηματοδοτήσουν ευκολότερα τα προγράμματα επέκτασης τους. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι πολύ επιθυμητή από τις τράπεζες αφού θα οδηγούσε πολλά κεφάλαια εκτός του συστήματος (ακόμη και στην περίπτωση που το σύνολο των καταθετών χρησιμοποιούσε τις θυγατρικές τους χρηματιστηριακές εταιρείες).

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ουσιαστική λύση στο πρόβλημα δεν υπάρχει, εκτός αν την επιβάλλει μια εποπτέυουσα αρχή με κύρος και εξουσία όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ε.Κ.Τ. με την πολιτική της έχει δείξει ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει τα επιτόκια ως μηχανισμό ανθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας ακόμη και ερχόμενη σε ανοιχτή αντίθεση (σύγκρουση) με χώρες-μέλη της Ε.Ε. (π.χ. Γερμανία). Ωστόσο υπάρχει και άλλη «λύση». Η «λύση» αυτή έχει να κάνει με τις ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα από καιρό σε καιρό στο τραπεζικό σύστημα. Αν οι υπάρχουσες τράπεζες είναι διστακτικές στην χορήγηση νέων δανείων ή/και στην αναχρηματοδότηση των υπαρχόντων επειδή έχουν ήδη αρκετές και μεγάλες επισφάλειες («κόκκινα δάνεια»), τότε αν «ξαλαφρώσουν» από αυτές τις επισφάλειες θα είναι ευκολότερο να δανείσουν εκ νέου.

 Το «ξαλάφρωμα» από τις επισφάλειες μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους όπως:

  • Με την διαγραφή τους κατά περίπτωση από τα βιβλία των τραπεζών και το συμψηφισμό των ζημιών που θα προκύψουν με τα μελλοντικά κέρδη σε βάθος χρόνου.
  • Με την «μεταφορά» τους σε άλλο φορέα ο οποίος και θα τ’ αναλάβει.
  • Μέσω της συγχώνευσης/εξαγοράς τραπεζών η οποία θα προκύψει από τις ανάγκες της τραπεζικής αγοράς και με όρους που θα συμφωνήσουν οι τράπεζες μεταξύ τους (χωρίς κυβερνητική διαμεσολάβηση).

Το τελευταίο ενδεχόμενο επανέρχεται κάθε τόσο στο προσκήνιο και είναι σε κάθε περίπτωση ενδεικτικό του κλίματος αναζήτησης που υπάρχει στον κλάδο. Άλλοτε επιβεβαιώνεται η σχετική φημολογία και άλλοτε όχι. Τελευταί φορά επανήλθε σχεδόν πριν από ένα μήνα και ενώ οι «έλεγχοι κεφαλαίων» είχαν επιβληθεί δημιουργγώντας τα γνωστά προββλήματα στην αγορά. Σύμφωνα με τις φήμες οι τέσσερις «συστημικές τράπεζες» θα έμεναν δυο οδηγώντας το τραπεζικό σύστημα σε μονοπωλιακές καταστάσεις αφούοι δυο εναπομείνασες τράπεζες δεν θα είχαν κανένα συμφέρον ν’ ανταγωνίζονται ουσιαστικά μεταξύ τους (σε μονοπωλιακές καταστάσεις κάνεις ότι κάνει και ο ανταγωνισμός σαν να υπάρχει προσυνεννόηση).

Το ενδιαφέρον με τις προ μηνός φήμες δεν ήταν ότι διαψεύστηκαν (ακόμη και αν υπήρχε βάση σ’ αυτές η διάψευση είναι δεδομένη τουλάχιστον μέχρι την υποβολή της τελικής πρότασης από τη μια τράπεζα στην άλλη), αλλά ότι διαψεύστηκαν από την κυβέρνηση. Την κυβέρνηση η οποία δεν έχει καμία δουλειά να προβεί σε μια τέτοια διάψευση καθώς δεν ελέγχει τις ιδιωτικές τράπεζες (εδώ δεν ελέγχει ούτε την Τράπεζα της Ελλάδας). Θα μπορούσε η κυβέρνηση (αν το ήθελε και το έκρινε και απαραίτητο) να προβεί σε μία δήλωση του τύπου: «Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν υπάρχει ανάγκη για συγχώνευση κάποιας τράπεζας». Δεν μπορεί όμως (ούτε και θα έπρεπε) ν’ αποκλείσει την συγχώνευση τραπεζών, καθώς αυτό είναι θέμα που υποτίθεται ότι αποφασίζουν οι τραπεζίτες (ακόμη και αν αυτοί συνεννοούνται με την κυβέρνηση και την Ε.Κ.Τ.). έτσι κι αλλιώς οι συγχωνεύσεις γίνονται προκειμένου η συγχωνευθείσα τράπεζα να «εκκαθαριστεί εν λειτουργία» και με τον τρόπο αυτόν ν’ αποφευχθούν οι κλυδωνισμοί που θα προκαλούνταν στην αγορά από την λύση και εκκαθάρισης της.  

Η μόνη σκοπιμότητα που εξυπηρετεί αυτή η δήλωση είναι κατά την γνώμη μου η δημιουργία στην κοινή γνώμη της εντύπωσης ότι η κυβέρνηση αποφασίζει για τις εξελίξεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Κάτι τέτοιο όμως είναι διπλά ψευδές. Από τη μια οι όποιες μετοχές κατέχει το Δημόσιο σε αντάλλαγμα των εγγυήσεων που έχει δώσει απο το 2009 και μετά είναι προνομιούχες και ως τέτοιες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου (διοίκησης) στις Γ.Σ. Αυτό πρακτικά σημαίνει πώς η κυβέρνηση ως μέτοχος δεν έχει κανένα λόγο στην διοίκηση των τραπεζών. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είναι ψευδές είναι ότι οι τράπεζες λειτουργούν με βάση κάποια διεθνή πρωτόκολλα (το τελευταίο εκ των οποίων είναι το «Βασιλεία ΙΙΙ») τα οποία θεωρητικά δεν είναι δεσμευτικά (παρέχουν κατευθύνσεις) αλλά στην ουσία επιβάλλουν την εφαρμογή όσων περιέχονται σ’ αυτά. Έτσι τόσο οι τραπεζίτες όσο και οι Υπουργοί Οικονομικών και τα κυβερνητικά και τραπεζικά στελέχη είναι εκπαιδευμένοι να εφαρμόζουν τις νόρμες που περιέχουν αυτόματα όταν διαγνώσουν ότι υπάρχει «ανάγκη». Αυτή η «άνεση» που τους αφήνει το σύστημα μπορεί να έχει καλλιεργήσει σε κάποιους την εντύπωση ότι είναι αυτοί που αποφασίζουν.  

Ίσως ακόμα και να υπήρχε η πρόθεση να δημιουργηθεί προς τα έξω η εντύπωση ότι η κυβέρνηση κάνει κουμάντο στις τράπεζες. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να υπονοεί ότι η χορήγηση δανείων (η στιγμή κατά την οποία οι τράπεζες θ’ αρχίσουν να δανείζουν) είναι και απόφαση της κυβέρνησης (η οποία τους έχει παράσχει τόσες εγγυήσεις) και όχι μόνο των τραπεζιτών. Αυτό όμως θα ήταν μέγα ψέμα καθ’ όσον η κυβέρνηση (και όχι μόνο η Ελληνική) δεν έχει πλέον κανένα έλεγχο στην διαδικασία αυτή, στην οποία υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες με κυριώτερο των οποίων το αν και πόσο συμφέρει τους τραπεζίτες κάτι τέτοιο. Η στιγμή κατά την οποία οι τράπεζες θ’ ανοίξουν τους κρουνούς θα είναι όταν οι τραπεζίτες σιγουρευτούν πως η παγκόσμια οικονομία έχει μπεί σε νέο κύκλο αύξησης του Α.Ε.Π. με ετήσιους ρυθμούς που θα προσεγγίζουν το 3% (για να θεωρείται η «ανάπτυξη» ανατροφοδοτούμενη). Μόνον τότε θα «ρίξουν χρήμα στην αγορά». Φυσικά για να γίνει αυτό θα έχουν ήδη πρωτοστατήσει οι μεγάλες Αμερικάνικες τράπεζες, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει η κυβέρνηση των Η.Π.Α. μέσω της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας να δώσει το σύνθημα.    

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι αποφάσεις στην οικονομία όταν εφαρμόζονται προκαλούν «φαινόμενα ντόμινο» ενώ αντίστοιχα για να ληφθούν προϋποθέτουν την ύπαρξη τόσο κάποιου αρχικού κεντρικού σχεδασμού -μέσω του οποίου είτε εκδηλώνεται η πρόθεση ενός «μεγάλου παίκτη» για το μέλλον- όσο και αξιολόγηση των αναμενόμενων επιπτώσεων από την εφαρμογή της. Δεδομένου ότι η οικονομία είναι από τη μιά «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» (δηλαδή τα κέρδη του ενός ισούνται με τις ζημιές του άλλου) και από την άλλη η λειτουργία της επηρεάζεται από την ψυχολογία που κυριαρχεί κάθε στιγμή η λήψη όχι μόνο μακροπρόθεσμων αλλά και μεσοπρόθεσμων αποφάσεων είναι δύσκολη υπόθεση. Οτιδήποτε κάνει άμεσα καλό μπορεί μακροπρόθεσμα να οδηγήσει σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν θα ήταν λάθος να παρομοιάσουμε την «αγορά» (οικονομία) μ’ ένα σαλιγκάρι το οποίο όταν αισθανθεί κίνδυνο μαζεύεται στο καβούκι του αυτομάτως και δεν βγαίνει απο κει αν δεν νοιώσει και πάλι ασφαλές. Κοντολογίς η χρηματοδότηση της αγοράς καλό θα ήταν να προέλθει από τα Κοινοτικά Προγράμματα γιατί αν περιμένει κανείς πότε θ’ αποφασίσουν οι τραπεζίτες να κάνουν την δουλειά τους φέξαμε. Αν και όταν δίνουν κάποια λεφτά αυτά τα δίνουν στα σίγουρα χωρίς στην παρούσα φάση ν’ αναλαμβάνουν κινδύνους εφ’ όσον αυτή την στιγμή η κύρια έγνοια των τραπεζιτών είναι η κεφαλειακή επάρκεια των τραπεζών τους και τίποτα άλλο.

Συνεπώς όλα αυτά που λέγονται και γράφονται για εθνικοποιημένες τράπεζες οι οποίες όταν με το καλό επανέρθουμε στο Εθνικό Νόμισμα (Νέα Δραχμή) θ’ αποτελέσουν τον κύριο μηχανισμό ανάπτυξης είναι στην ουσία φούμαρα. Το πολύ-πολύ να υπονοούν όσοι λένε και γράφουν τα παραπάνω ότι οι εθνικοποιημένες τράπεζες θα δίνουν λεφτά με το τσουβάλι (αφού η Νέα Δραχμή θα είναι πληθωριστική) στους πλούσιους για να «επενδύσουν» και έτσι να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Η πραγματική κινητήρια δύναμη της «ανάπτυξης» είναι η επιχειρηματικότητα (η ιδέα που ο επιχειρηματίας θέλει να κάνει πράξη) και η προσωπική του εργασία (ακόμη και αν περιορίζεται μόνο στην στενή επίβλεψη). Η χρηματοδότηση είναι μεν ουσιαστική αλλά μπορεί να γίνει και εκτός τραπεζών αρκεί να υπάρχει η βούληση.

Στο επόμενο κείμενο μας θα σχολιάσουμε τα κείμενα για την οικονομία των αντι-μνημονιακών κομμάτων τα οποία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

 

7 Αυγούστου 2015
παρατηρητής 1.

Διαβάστηκε 7410 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Χρονολόγιο ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ. ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΜΑΡΑ.