Font Size

SCREEN

Cpanel

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο. ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α’)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Ο. ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α’)

Εδώ και κάτι λιγότερο από δύο αιώνες το χρήμα (γνωστότερο πλέον ως Κεφάλαιο) και οι λειτουργίες του πρωτοστατούν στην οικονομική σκέψη και πραγματικότητα. Μεγάλοι οικονομολόγοι έχουν ασχοληθεί με αυτό είτε ως μιά σημαντική παράμετρο της οικονομικής τους θεωρίας είτε της οικονομικής τους σκέψης.

Ο Μάρξ χρειάστηκε γι’ αυτή τη δουλειά 3 τόμους στ’ ομώνυμο έργο του. Ο Κέϋνς στο κλασικό του πλέον έργο «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» αλλά και οι «μαθητές της σχολής σκέψης του» όπως ο Γκαλμπραίηθ ασχολούνται πρωτίστως με τον καταλυτικό ρόλο της κυκλοφορίας του μέσα στο οικονομικό κύκλωμα (δηλαδή την κοινωνία).

Ωστόσο ο καταλυτικός ρόλος του χρήματος ήταν δεδομένος και γνωστός από την αρχαιότητα όταν ταυτόχρονα με την εφεύρεση του ως μέσο συναλλαγών, άρχισαν και οι κρίσεις που συνδέονται με αυτή. Δεν θα λαθεύαμε αν θεωρούσαμε την οικονομική ιστορία σαν μιά ενιαία περίοδο ανεξάρτητα από το επίπεδο της τεχνικής προόδου με μόνο κριτήριο την καθιέρωση του χρήματος (σε οποιαδήποτε μορφή) ως μέσο συναλλαγής. Θα δούμε παρακάτω πως ο τρόπος που το χρήμα «διαφθείρει» τους συναλλασσόμενους με αυτό είναι ο ίδιος και απαράλακτος ανά τους αιώνες.

Το χρήμα είτε με την μορφή κοχυλιών, ήλεκτρου, ασημένιων ή χρυσών νομισμάτων είτε με την μορφή χαρτονομισμάτων είτε ακόμη και σε ηλεκτρονική μορφή έχει διττή λειτουργία όπως γράψαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο. Εδώ θ’ ασχοληθούμε κυρίως με το χρήμα ως συναλλακτικό μέσο, μιάς και η λειτουργία του ως αγαθό/εμπόρευμα είναι παράπλευρη με αυτή του συναλλακτικού μέσου, ενώ θα μας δοθούν αρκετές ευκαιρίες ν’ αναφερθούμε στη λειτουργία του ως αγαθό/εμπόρευμα σε επιμέρους κεφάλαια.      

Όταν άρχισε η συστηματική καλλιέργεια με την οποία εμπλουτίστηκε η διατροφή των προγόνων μας και απαιτήθηκαν εξαιτίας της μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι, στους οποίους αυτή θ’ αποθηκευόταν (είτε ανεπεξέργαστη είτε επεξεργασμένη) γεννήθηκε η ανάγκη το ανταλλακτικό εμπόριο ν’ αλλάξει δραστικά μορφή. Εφόσον ήταν πλέον δύσκολη –αν όχι αδύνατη– η αποθήκευση από κάθε συναλλασσόμενο μεγάλων ποσοτήτων από κάθε αγαθό που αυτός χρειαζόταν για μια δεδομένη περίοδο και αφού στην πορεία είχαν δημιουργηθεί δίκτυα εμπορίας και διανομής που έδιναν τη δυνατότητα σε όποιον είχε ανάγκη συγκεκριμένων ειδών να τ’ αποκτήσει άμεσα (αρχικά μέσω ανταλλαγής), απαιτήθηκε όλες οι συναλλαγές να μπορούν να εκφραστούν με έναν ενιαίο και κοινά αποδεκτό τρόπο. Έπρεπε λοιπόν να δημιουργηθεί μιά μονάδα μέτρησης ευρείας αποδοχής η οποία θα εξέφραζε το μέτρο κάθε συναλλαγής. Η μονάδα αυτή θα έπρεπε (τουλάχιστον στ’ αρχικά στάδια) να έχει και αφ’ εαυτής μιά αξία. Συνεπώς δεν υπήρχε καλύτερη πρώτη ύλη από οτιδήποτε σπάνιζε στην περιοχή η οποία και το καθιέρωνε ως μέσο συναλλαγής. Οτιδήποτε από τα κοχύλια και τα τσιγάρα (που χρησιμοποιούνται στις φυλακές) ως τα χρυσά και ασημένια νομίσματα ή ακόμη και το αλάτι (στα υψίπεδα του Θιβέτ) έχει χρησιμοποιηθεί και συνεχίζει να χρησιμοποιείται ώς χρήμα.  

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να διατυπώσουμε μιά πολύ βασική αρχή σχετικά με το χρήμα και την κυκλοφορία του:

Η επιτυχία κάθε ξεχωριστού νομίσματος που κυκλοφορεί στον κόσμο είναι ευθέως ανάλογη του αριθμού των ατόμων που το αποδέχονται (χρησιμοποιούν) ως συναλλακτικό μέσο.

Παραδείγματος χάρη το Αμερικάνικο Δολάριο είναι «επιτυχημένο» επειδή χρησιμοποιείται από δισεκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον πλανήτη, σε αντίθεση με το Κινέζικο Γιουάν το οποίο ως νόμισμα είναι πολύ λιγότερο επιτυχημένο αν και το χρησιμοποιούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι.

Αποτελεί λοιπόν αφορισμό η συζήτηση σχετικά με το ποιές χώρες μπορούν να χρησιμοποιούν και ποιό νόμισμα και κάτω από ποιές προϋποθέσεις. Δεδομένου ότι το νόμισμα όπως και οι μονάδες μέτρησης, (το σύστημα μέτρων και σταθμών, που λέγαμε και στο σχολείο), αλλά και το νομικό πλαίσιο ενοποιούν μιά επικράτεια διευκολύνοντας το εξαγωγικό εμπόριο (σε υψηλές τιμές) της χώρας που δεσπόζει (η οποία ταυτόχρονα εισάγει από τις περιφερειακές χώρες σε χαμηλές τιμές), είναι πρός όφελος της μητρόπολης να «επιδοτεί» (παρέχοντας πιστώσεις) την χρήση του νομίσματος της από τις χώρες της περιφέρειας. Στην πλήρη του λειτουργία το σύστημα «οδηγεί πίσω στην μητρόπολη» τον πλούτο που με τη χρήση του νομίσματος της οι Άρχουσες Τάξεις των περιφερειακών χωρών έχουν δημιουργήσει, αφού τον καταθέτουν στα «πιστωτικά» της ιδρύματα αφενός μεν να τον ασφαλίσουν, αφετέρου δε να τον «αυγατίσουν». Στο τέλος και ενώ με την διαδικασία αυτή χρηματοδοτούν στην ουσία τον νέο κύκλο οικονομικής επέκτασης/ανάπτυξης/μεγέθυνσης της μητρόπολης, δημιουργούν στην ουσία μεγαλύτερη εξάρτηση για τις χώρες τους και «υποθηκεύουν το μέλλον» τους.

Για να λειτουργήσει ικανοποιητικά το σύστημα το οποίο με βάση την γή (έγγεια ιδιοκτησία) παράγει πλούτο (έγγειες προσόδους) χρειάζεται και μια παρασιτική ως προς την παραγωγική διαδικασία ομάδα (αφού δεν παράγουν τίποτα) των οποίων η μόνη συνεισφορά είναι η «παροχή υπηρεσιών». Οι υπηρεσίες αυτές δεν είναι αυτές που προσφέρει ο πανδοχέας στον κουρασμένο ταξιδιώτη (παρέχοντας του στέγη από την ιδιοκτησία του που έχει δεσμεύσει ως πανδοχείο και τροφή που παράγει ή αγοράζει για τον σκοπό αυτό). Ούτε μοιάζουν με αυτές που παρέχει οποιοσδήποτε τεχνίτης όπως ο σιδεράς ο οποίος μεταμορφώνει το σίδερο που εξόρυξαν, επεξεργάστηκαν και εμπορεύτηκαν άλλοι σε αυτό που προσδοκά ο πελάτης του. Η παρασιτική (ως προς την παραγωγή) αυτή ομάδα είναι οι Δημόσιοι Υπάλληλοι. Συγκεκριμένα μιλάμε για τους Στρατιωτικούς (οι οποίοι υποτίθεται ότι προστατεύουν τους υπόλοιπους που τους ταζουν) και για όλη την απαραίτητη «στρατιά» των γραφειοκρατών που απασχολούνται σε όλες τις Δημόσιες Υπηρεσίες.

Ο Άνταμ Σμιθ έγραψε για τους Στρατιωτικούς ότι ακόμη και αν κέρδιζαν όλους τους πολέμους το όφελος δεν θα έφτανε να καλύψει το κόστος τους. Ωστόσο είναι το ίδιο χρήσιμοι για κάθε Κράτος τόσο για την προστασία από τους «εξωτερικούς εχθρούς», όσο και για την προστασία της «καθεστηκυίας τάξης» και ησυχίας από τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς». Περαιτέρω για όποιον θα χρειαζόταν περισσότερες αποδείξεις για το κόστος συντήρησης της «πολεμικής μηχανής» κάθε χώρας τον παραπέμπουμε στην ταξική διάρθρωση της αρχαίας Αθήνας, καθώς και στην Βυζαντινή αλλά και την Μεσαιωνική εποχή.

Στην αρχαία Αθήνα οι πρώτες δυο τάξεις (μετά την μεταρρύθμιση του Σόλωνα) οι «πεντακοσιομέδιμνοι» και οι «τριακοσιομέδιμνοι» ήταν οι μεν πρώτοι αυτοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα να εξοπλίσουν ένα πολεμικό άλογο, ενώ οι δεύτεροι ήταν αυτοί που μπορούσαν να θρέψουν ένα άλογο. Φθάνει επίσης να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκαν και εξοπλίστηκαν οι τριήρεις με τις οποίες ο Θεμιστοκλής νίκησε στη Σαλαμίνα. Ανεξάρτητα από το αν οι τριήρεις αυτές φτιάχτηκαν ουσιαστικά με δημόσιο χρήμα (θα επανέλθουμε ειδικά σ’ αυτό το θέμα) ωστόσο επιλέχθηκαν γι’ αυτή τη δουλειά οι πλούσιοι, αφού πρώτα θα έπερεπε να την παραδώσουν έτοιμη (έχοντας ήδη πληρώσει όσους εργάστηκαν γι’ αυτή) κια μετά θα εισέπρατταν το δεσμευμένο για την τριήρη δημόσιο χρήμα (αφού η τριήρης ήταν σύμφωνη με τις προδιαγραφές που τους είχαν δοθεί).

Στο «Βυζάντιο» (δηλαδή στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) όπως και αντίστοιχα στη Μεσαιωνική Ευρώπη (όπως κάποιος εύκολα μπορεί πληροφορηθεί) ήταν απαραίτητες μεγάλες εκτάσεις στους Ιππότες προκειμένου να είναι σε θέση να συντηρήσουν την δύναμη που είχαν υποσχεθεί στον Αυτοκράτορα/Ηγεμόνα/Βασιλιά να έχουν πάντα έτοιμη, η οποία χρειαζόταν επίσης μιά στρατιά από ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτή (χωρικούς, τεχνίτες κ.α.). Συνεπώς όλοι αυτοί έπρεπε να τραφούν (ακόμη και σε περιόδους ελλείψεων) από όσα παρήγαγαν οι χωρικοί στα χωράφια τους (μέρος των οποίων κατακρατούνταν ως φόρος σε είδος) και παράλληλα να μείνει και περίσσευμα για την προσωπική χρήση του Ιππότη.

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ειδικά τα «Σώματα Ασφαλείας» απολαμβάνουν ενός ιδιότυπου καθεστώτος, καθώς είναι ο μόνος τομέας του Κρατικού Μηχανισμού στον οποίο δεν τίθενται στόχοι προς επίτευξη, δεν αξιολογείται η χρησιμότητα τους με βάση την σχέση κόστους/απόδοσης και σε περίπτωση περικοπών είναι από τους τελευταίους που θα τις υποστούν.  

Ακόμη και έτσι όμως υπήρχε (και συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα) ένα μεγάλο πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό ακούει στ’ όνομα της «αυτάρκειας». Με την «αυτάρκεια» εννοούμε ότι μιά δεδομένη περιοχή/επικράτεια παράγει όλα όσα της χρειάζονται και στις απαραίτητες ποσότητες και δεν χρειάζεται να εισάγει «είδη πρώτης ανάγκης». Είναι προφανές ότι το γεγονός αν μιά περιοχή είναι αυτάρκης ή όχι σχετίζεται τόσο με το γεωγραφικό της ανάγλυφο (τη θέση της) όσο και με τον πληθυσμό που κατοικεί σ’ αυτή. Υπήρξαν στο παρελθόν πόλεις κράτη (ειδικά στον Ελλαδικό χώρο) οι οποίες ήταν περιτριγυρεισμένες από βουνά και η συγκοινωνία με άλλες περιοχές ήταν προβληματική (π.χ. Αιτωλία & Ακαρνανία). Δεδομένου ότι η ευκολία της συγκοινωνίας είναι ο βασικός λόγος προαγωγής του εμπορίου μπορούμε εύκολα να εννοήσουμε ότι οι περιοχές αυτές ήταν σημαντικά καθυστερημένες (μέχρι σχετικά πρόσφατα) σε σχέση με τις υπόλοιπες.  

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα της σημασίας της αυτάρκειας (διάβαζε επίσης και «επάρκεια αγαθών») θ’ αναφερθούμε πάλι στην αρχαία Αθήνα. Επειδή η Αθήνα δεν ήταν αυτάρκης σε σιτηρά βασιζόταν στις εισαγωγές από την Μαύτη Θάλασσα. Ήταν κρίσμο λοιπόν γι’ αυτήν να έχει αξιόμαχο ναυτικό προκειμένου να εξασφαλίζει ότι τα στενά του Βοσπόρου ήταν ανοιχτά. Για τον λόγο αυτό ήταν απαραίτητο να ελέγχει μιά συγκεκριμένη περιοχή στα Μακεδονικά παράλια (   ) από την οποία εξασφάλιζε την απαραίτητη ξυλεία για τη ναυπήγηση των πλοίων της. Έπρεπε λοιπόν ακόμη και σε δύσκολους οικονομικά καιρούς να είναι σε θέση το δημόσιο ταμείο να εξασφαλίζει τους απαραίτητους πόρους (αλλά και την τροφοδοσία) για την φρουρά που συντηρούσε εκεί η οποία έπρεπε κατ’ ελάχιστο να είναι της τάξης των 2.000 οπλιτών. Η εξασφάλιση της ομαλής τροφοδοσίας με σιτηρά ήταν απολύτως απαραίτητη για την κοινωνική ειρήνη, αφού η έλλειψη τους οδηγούσε σε υπερτίμηση (άνοδο) των τιμών τους η οποία με τη σειρά της εξανέμιζε το λαϊκό εισόδημα. Όταν συνέβαινε έλλειψη (σιτοδεία) ήταν άσχετο το γεγονός ότι η Αθήνα χρηματοδοτούσε την πολιτική της με το ασήμι που εξόρρυσε από τα ορυχεία του Λαυρίου (το οποίο χρησιμοποιούσε αφειδώς και ως μέσο αναδιανομής του εισοδήματος, μέσω παροχών που έδινε στον λαό π.χ. θεωρικά), ενώ η κοινωνική αναταραχή ήταν δεδομένη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι η Αθήνα ηττήθηκε στον Πελοππονησιακό Πόλεμο όταν η Σπάρτη την απέκοψε από την Αττική ενδοχώρα και τους δρόμους συγκοινωνίας κατέχοντας το φρούριο της Δεκέλειας (Τατόϊ) και μετά με βάση τη Δεκέλεια την απέκοψε και από την περιοχή του Λαυρίου.

Η αυτάρκεια ως έννοια είναι κεφαλαιώδης και έχει κεντρική σημασία σε οποιαδήποτε οικονομική θεωρία. Οι ελλείψεις δημιουργούν οικονομικές κρίσεις κατά τη διάρκεια των οποίων η αξία (πόσα αγοράζει ένα Ευρώ) του χρήματος αλλάζει δραματικά, επηρεάζοντας αμεσότατα όλους τους συναλλασσόμενους. Δεν είναι άγνωστες οι ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής όταν περιουσίες άλλαξαν χέρια κυριολεκτικά για έναν τενεκέ λάδι.

Από την άλλη όταν μια χώρα βασίζεται στις εισαγωγές δημιουργούνται άλλου τύπου προβλήματα, τα οποία ποικίλουν ανάλογα με την θέση της (κεντρική ή περιφερειακή) αλλά και το ποσοστό εξάρτησης από τις ισορροπίες ισχύος στο Διεθνές Σύστημα (Στρατιωτικό και Οικονομικό).

Περισσότερα όμως για αυτό στη συνέχεια της επόμενης εβδομάδας.  

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ

 

7 Ιούλη 2014.
παρατηρητής 1.

Διαβάστηκε 11288 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Κείμενα Παρατηρητηρίου ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο. ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α’)