Font Size

SCREEN

Cpanel
Νέα σε τίτλους:

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Η «ΕΠΑΝΕΚΙΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΕΛΙΓΜΩΝ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ.

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Η «ΕΠΑΝΕΚΙΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΕΛΙΓΜΩΝ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ.

Στην δεκαετία του ’70 άρχισε η απορρύθμιση του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Στις χώρες όμως της καπιταλιστικής περιφέρειας οι αλλαγές αυτές άργησαν και έτσι μέχρι και τα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του ’90 οι μεγάλες τράπεζες ήταν ακόμη Κρατικά ελεγχόμενες. Εκείνη την περίοδο ακόμα ο Διοικητής της τράπεζας που διοριζόταν από την κυβέρνηση είχε αποφασιστικό και κρίσιμο ρόλο στην λειτουργία της. Η κυβέρνηση μπορούσε με τον τρόπο αυτόν να ελέγχει την ροή της χρηματοδότησης σε εταιρείες και ιδιώτες και να την αυξάνει σε εκλογικές χρονιές και περιόδους.

Με όσα ίσχυαν εκείνη την περίοδο σε συνάρτηση με την λειτουργία του τραπεζικού κλάδου παγκοσμίως μπορούσε ακόμα να υποστηριχτεί ο κεντρικός ρόλος των εγχώριων τραπεζών στις επενδύσεις και συνεπώς στην εγχώρια «ανάπτυξη». Εκείνη την εποχή οι Κρατικές τράπεζες (στις οποίες το Κράτος κατείχε την μετοχική πλειοψηφία) όπως και το ίδιο το Κράτος (μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) ήταν οι μοναδικοί χρηματοδότες των επιχειρήσεων, οι οποίες έπρεπε για τον λόγο αυτό να διαπλέκονται (τα ‘χουν καλά) με τη εκάστοτε κυβέρνηση, η οποία από την πλευρά της δεν επιθυμούσε να τους προκαλεί φοβούμενη την οικονομική τους δύναμη (σε σχετικά μικρές και περιφερειακές καπιταλιστικές οικονομίες το κλείσιμο μιάς ή και δύο μονάδων ενός επιχειρηματία «από τζάκι» ισοδυναμεί με defactoκαταψήφιση της κυβέρνησης). Έτσι με μια χρηματαγορά στα σπάργανα η οποία παρέμενε εκτός του ενδιαφέροντος των «ξένων επενδυτών» οι Κρατικές τράπεζες αποτελούσαν την μόνη επιλογή για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Όπως ήδη γνωρίζουμε όμως οι ισορροπίες εκείνες σε πολύ μεγάλο βαθμό ανατράπηκαν σε βάρος των τραπεζών, τουλάχιστον ως την εκδήλωση της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το Κράτος (Δημόσιο) πούλησε την πλειοψηφία των μετοχών του σε ιδιώτες. Ακόμη όμως κι έτσι παρέμεινε πλειοψηφικός μέτοχος επειδή η διασπορά των μετοχών ήταν μεγάλη (λίγες μετοχές σε πολλούς μετόχους). Πλέον όμως οι τράπεζες λειτουργούν με αμιγώς ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια «υπακούοντας» σε αποφάσεις υπερ-εθνικών δομών, ιδρυμάτων και οργανισμών. (π.χ. «Επιτροπή της Βασιλείας»). Ωστόσο όταν προκύπτει οποιοδήποτε πρόβλημα που απειλεί την οικονομική τους επιβίωση οι τράπεζες αναζητούν βοήθεια στις κυβερνήσεις των Κρατών τους. Έτσι οι τράπεζες αντλούν τα κεφάλαια που απαιτούνται για να καλύψουν τις απώλειες που είχαν από «επενδύσεις» σε αγορές οι οποίες χρεοκόπησαν (π.χ. Νοτιοανατολική Ασία, Ρωσία, Αργεντινή κ.α.).

Η Χώρα μας εξαιτίας της περιφερειακής της θέσης δεν είχε εκτεθεί στις επιπτώσεις των υπολοίπων περιφερειακών κρίσεων, ενώ η χρήση του Ευρώ ως Εθνικού Νομίσματος την είχε προστατέψει επαρκώς και θα συνέχιζε να την προστατεύει όσο οι περιφερειακές κρίσεις δεν γενικεύονταν. Δεδομένου όμως ότι οι κρίσεις οφείλονται στην εκδήλωση ανεπαρκειών και ελλείψεων, μια γενικευμένη οικονομική κρίση ήταν απλά θέμα χρόνου. Στο σημείο αυτό πρέπει να (ξανά) κάνουμε μια σημείωση σχετικά με τον ρόλο του Ευρώ τόσο στην Χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες που το χρησιμοποιούν. Η χρήση ενός κοινού νομίσματος από χώρες με διαφορετικό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικές διαφορές δεν επιλύει αυτόματα τις μεταξύ τους διαφορές και ανισότητες, οι οποίες συνεχίζουν να υφίστανται «κρυμμένες» κάτω από την επιφάνεια μιάς επίπλαστης «ευμάρειας». Η «ευμάρεια» αυτή φαινομενικά συνεχίζεται ακόμη και παρά τις ενδείξεις για δομικά προβλήματα και ανεπάρκειες της κάθε χώρας, για τόσο όσο ευνοείται η ροή «φθηνού» χρήματος από τις χώρες του Καπιταλιστικού Κέντρου (στις οποίες δεν μπορεί να απορροφηθεί προς τις χώρες της Καπιταλιστικής Περιφέρειας. Στο επίπεδο των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών που χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα π.χ. Ευρώ η χρήση του νομίσματος από μόνη της δεν αλλάζει και πολλά πράγματα για όσους δουλεύουν για το μεροκάματο (αν εξαιρέσουμε την ακρίβεια που ακολουθεί την χρήση ενός νέου νομίσματος). Έτσι κατά πάσα πιθανότητα θα χρειάζεται να δουλέψουν την ίδια ώρα που δούλευαν και προηγουμένως προκειμένου να είναι σε θέση ν’ αγοράσουν για παράδειγμα ένα κλάμπ σάντουιτς. Το γεγονός ότι ο Γερμανός θα χρειάζεται να εργαστεί τον μισό χρόνο σε σχέση με τον Έλληνα θ’ αποτελεί πλέον την ένδειξη η οποία θα δίνει και την διαφορά μεγέθους των δύο οικονομιών.       

Από την στιγμή όμως που η κρίση ήταν παγκόσμια η ροή του «φθηνού» χρήματος από τις χώρες του Καπιταλιστικού Κέντρου διακόπηκε απότομα διαταράσσοντας την χρηματοδότηση της επιτόπιας «ανάπτυξης». Εκτός όμως από την διακοπή της «φθηνής» χρηματοδότησης υπήρξε και μια άλλη πιο επώδυνη συνέπεια. Οι μεγάλες τράπεζες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών χρησιμοποιώντας την σπουδαιότητα τους για την λειτουργία της οικονομίας «απαίτησαν» από τα κράτη τους να τους καλύψουν τις απώλειες που υπέστησαν εξαιτίας της κρίσης. Οι απώλειες αυτές σε κάποιες περιπτώσεις δεν ήταν πραγματικές (δηλαδή δεν είχαν ήδη πραγματοποιηθεί) αλλά δυνητικές (θα πραγματοποιούνταν αν…). Με την χρηματοδότηση των απωλειών αυτών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς διασώθηκαν στην ουσία μόνο οι τράπεζες και οι θυγατρικές τους μιάς και στις περισσότερες περιπτώσεις οι απώλειες αφορούσαν υποχρεώσεις (χρέη) των τραπεζών σε άλλες τράπεζες (μητρικές ή θυγατρικές). Ακόμη όμως και έτσι οι τράπεζες σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις καταθέσεις των πελατών τους (να τους αποδώσουν τα λεφτά τους σε πρώτη ζήτηση) και να συνεχίσουν ταυτόχρονα τις συνήθεις τραπεζικές τους δραστηριότητες σ’ ένα προβληματικό λόγω της οικονομικής κρίσης (που είχε εξελιχθεί πλέον σε ύφεση) τοπίο. Συνεπώς οι ανάγκες χρηματοδότησης τους συνέχισαν ν’ αυξάνονται οδηγώντας στην πράξη σε μια άνευ προηγουμένου κρατικοποίηση (ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν στα μάτια των πολλών) του τραπεζικού κλάδου.

Στην Ελλάδα η διάσωση των τραπεζών από το Κράτος έλαβε τη μορφή της απόκτησης «προνομιούχων» μετοχών από το τελευταίο. Ωστόσο με την κίνηση αυτή κάθε άλλο παρά «κρατικοποιούνταν» οι τράπεζες, αφού οι «προνομιούχες» μετοχές δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στις Γ.Σ., δηλαδή δεν διοικούν την τράπεζα. Στην ουσία με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες κρατικοποίησαν τις απώλειες τους (τα χρέη τους) παγκοσμίως την ίδια στιγμή που τα κράτη δεν είχαν τον έλεγχο της λειτουργίας τους (τον οποίο εμπιστεύονταν στις υπέρ-εθνικές δομές οι οποίες λειτουργούσαν ήδη). Επιπρόσθετα η «επανεκκίνηση» της οικονομίας αφέθηκε στις «δυνάμεις της αγοράς» (η οποία θεωρητικά και μόνον «αυτορυθμίζεται») και το μόνο που θα είχαν να κάνουν τα κράτη θα ήταν να ψηφίσουν «μεταρρυθμίσεις» σε εργασιακά και συνταξιοδοτικό καθώς και να συμπιέσουν το κόστος των «κοινωνικών παροχών». Παρ’ ότι θα μπορούσαν όλα τα προηγούμενα να γίνουν ανεκτά (ειδικά στις πλουσιότερες χώρες) εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο κρίθηκε ότι θα έπρεπε να γίνουν μέσω σειράς νόμων τόσο για να συνεχίσει να υφίσταται η ψευδαίσθηση της λειτουργίας της Δημοκρατίας όσο και για να συντηρηθεί η ελπίδα της «προσωρινότητας» των μέτρων αυτών. Δεδομένου όμως ότι η «επανεκκίνηση» της οικονομίας παγκοσμίως απαιτεί την λήψη μέτρων που θα κατατείνουν ταυτόχρονα στον ίδιο σκοπό η ύφεση θα συνεχίσει να υφίσταται παρά τις περικοπές όσο δεν υπάρχει παγκόσμια συμφωνία για τον τρόπο (τα μέτρα) που θα επιτευχθεί η «ανάπτυξη».

Στη Χώρα μας η νέα κυβέρνηση (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ.) αναγκάστηκε όντας απροετοίμαστη(;) ν’ αναμετρηθεί με την πραγματικότητα όπως αυτή βιώνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι πρώτες κινήσεις της αποδεικνύουν ότι ταλαντεύεται ανάμεσα στον λαϊκισμό που την έφερε στην εξουσία (κάποιοι φαίνεται να μην έχουν καταλάβει ότι είναι πια κυβέρνηση) και στην αναγκαιότητα της λήψης συγκεκριμένων μέτρων. Σε κάποιες περιπτώσεις (δυστυχώς λίγες) που φάνηκε πώς υπήρχε κάποια προεργασία τα μέτρα που ελήφθησαν (ή που έχουν ήδη προγραμματιστεί) αναδεικνύουν την διαφορά μεταξύ της κριτικής όταν είσαι στην αντιπολίτευση και υπόσχεσαι οτιδήποτε από την άσκηση της εξουσίας (όταν και κάνεις αυτά που σου επιβάλλονται). Αναφερόμαστε τόσο στο σχέδιο για τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, όσο και στο πλαίσιο που θα διέπει την εξόφληση των δανείων αυτών από τους δανειολήπτες που βρίσκονται σε παροδική ή μόνιμη αδυναμία εξόφλησης τους.

Στην πρώτη περίπτωση το κυβερνητικό σχέδιο είναι τα «κόκκινα» δάνεια να μεταβιβαστούν από τις τράπεζες σ’ έναν νέο Κρατικό Φορέα ο οποίος και θα τα διαχειριστεί κατά περίπτωση. Η ρύθμιση αυτή όπως άλλωστε και αυτή που θα σχολιάσουμε αμέσως μετά είναι της αρεσκείας των τραπεζών. Υποτίθεται ότι με βάση το σενάριο που υφίσταται ήδη οι τράπεζες θα πουλήσουν στο 50% της αξίας τους τα κόκκινα δάνεια στον νέο Κρατικό Φορέα διαχείρισης τους. Για κάποια από αυτά οι τράπεζες έχουν εγγράψει στους Ισολογισμούς τους προβλέψεις έναντι της πιθανότητας να μην τα εισπράξουν. Οι προβλέψεις αυτές μειώνουν την κερδοφορία (ή αυξάνουν τις ζημιές) των τραπεζών στην χρήση που πραγματοποιούνται και συμψηφίζονται ισόποσα στην χρήση που η τράπεζα θα προχωρήσει είτε στην διαγραφή των δανείων είτε στην ανάκτηση των προβλέψεων (γιατί βελτιώθηκε η κατάσταση και πλέον δεν χρειάζονται). Το ενδιαφέρον της λύσης αυτής είναι ότι την προτείνουν οι ίδιοι οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εξυπηρέτησε αυτήν ακριβώς την ανάγκη καθώς επίσης και ότι θα «κρατικοποιούσαν» τις τράπεζες (την λειτουργία τους) τις οποίες και θα χρησιμοποιούσαν για την χρηματοδότηση της «επανεκκίνησης» της οικονομίας. Στην ουσία με την ρύθμιση αυτή το μόνο που «κρατικοποιείται» είναι οι ζημιές των τραπεζών και όχι η λειτουργία τους. Στο κάτω-κάτω στο σύνολο του Ελληνικού χρέους (άνω των 300 δις. Ευρώ) έχει περιληφθεί και το σύνολο του ιδιωτικού χρέους το οποίο βρισκόταν στα χέρια των τραπεζών. Έτσι το όφελος για την «πραγματική οικονομία» θα είναι μηδαμινό, την ίδια στιγμή που οι Ισολογισμοί των τραπεζών θα εμφανίζουν κέρδη. Εννοείται πως η διαγραφή από τους τραπεζικούς Ισολογισμούς των «κόκκινων» δανείων είναι η τελευταία επιλογή για τους τραπεζίτες, αφού με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται ζημιές και σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν bonusγια τα στελέχη της τράπεζας. (Για περισσότερα και πλέον εξειδικευμένα για το θέμα διαβάστε εδώ & εδώ).

Η δεύτερη ρύθμιση σχετίζεται με την εξόφληση των «κόκκινων» δανείων από τους δανειολήπτες (είτε απευθείας στις τράπεζες, είτε στον νέο Κρατικό Φορέα). Μέχρι σήμερα ισχύει ο Ν. 3869/2010 γνωστός με το όνομα της Υπουργού Κατσέλη που τον υπέγραψε. Ο νόμος αυτός αναμένεται ν’ αντικατασταθεί από ένα νέο σύστημα που θ’ αντιγράφει ήδη υφιστάμενα ευρωπαϊκά με προτίμηση στα αγγλοσαξωνικά και ιδιαιτέρως στο Ιρλανδικό μοντέλο (βλέπε ενδεικτικά εδώ). Προφανώς η προτίμηση στο Ιρλανδικό μοντέλο σχετίζεται με το γεγονός ότι και η Ιρλανδία (αυτή για διαφορετικούς λόγους αρχικά) πέρασε από την ίδια οικονομική κρίση. Δυστυχώς για τους δανειολήπτες το Ιρλανδικό μοντέλο θα είναι στην πράξη χειρότερο από τον νόμο που ήδη ισχύει. Με το Ιρλανδικό μοντέλο ο δανειολήπτης (εκτός κάποιων περιπτώσεων στις οποίες θα πληρώσει το Κράτος) θ’ αποπληρώσει έστω και σε βάθος χρόνου όλη την οφειλή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης για όσα χρόνια διαρκεί η αποπληρωμή του δανείου θα υπο-καταναλώνει περιορίζοντας τον ρυθμό της οικονομικής «ανάπτυξης». Φυσικά τόσο η προηγούμενη ρύθμιση όσο και αυτή που τώρα σχολιάζουμε βρίσκονται σε εκ διαμέτρου αντίθετη λογική από αυτήν που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως αντιπολίτευση υποστήριζε, δηλαδή αυτήν της «σεισάχθειας» (κυρίως της διαγραφής μέρους των χρεών). Είναι προφανές γνια όποιον γνωρίζει έστω και τα βασικά στην Ιστορία ότι η «σεισάχθεια» για να επιτύχει χρειάζεται να υπάρχει ενιαίος και ολοκληρωτικός Κρατικός έλεγχος της οικονομίας έτσι ώστε με μια μόνο (πολιτική) απόφαση να «παγώσουν» τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη για συγκεκριμένη περίοδο και να επιβληθεί κάποιας έκτασης «κούρεμα» τους. Αφού όμως όπως έχουμε ξεκαθαρίσει πολλές φορές ως τώρα δεν υπάρχει τέτοιου είδους ενότητα και έλεγχος στην παγκόσμια οικονομία αυτό δεν είναι πλέον κατορθωτό παρά μόνον ως διατύπωση ευχής («καλό θα ήταν να…»).

Ωστόσο υπάρχουν και οι ανάγκες οι οποίες αφορούν το σκέλος των Κρατικών εξόδων. Τα έξοδα γενικώς είναι δύο κατηγοριών. Αυτά που επιδέχονται μείωση (ελαστικά) και αυτά που δεν επιδέχονται μείωση (ανελαστικά). Σε καιρούς κρίσης γίνεται κουβέντα για περικοπές εξόδων προκειμένου να γλυτώσει το Κράτος την χρεοκοπία. Συνήθως η συζήτηση ξεκινά με το ποσοστό επί των εσόδων (τα οποία λόγω της κρίσης είναι μειωμένα) το οποίο αντιπροσωπεύει η δαπάνη που επιθυμούμε να περικόψουμε. Η λογική αυτής της προσέγγισης είναι ότι: «αφού τα έσοδα είναι λόγω της περίστασης μειωμένα και ο δανεισμός (είναι) δύσκολος ή/και ακριβός (ή πρέπει να μειωθεί) πρέπει να μειωθούν με κάθε τρόπο τα ελαστικά έξοδα π.χ. συντάξεις». Φυσικά η μείωση των εξόδων σε απόλυτους αριθμούς (άρα και σε ποσοστά) είναι η μια λύση. Εναλλακτικά ποσοστιαία μείωση μπορεί να επιτευχθεί και μέσω της αύξησης των εσόδων, μένοντας τα έξοδα σταθερά σε απόλυτους αριθμούς.           

Σ’ όλο αυτό το αλισβερίσι κεντρική θέση και σημασία έχει ο Υπουργός Οικονομικών ο οποίος μαζί με το επιτελείο του είναι αυτός που θα εξειδικεύσει τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης. Στη σημερινή κυβέρνηση υπάρχει η ατυχία να έχουμε σε λάθος θέση τον λάθος άνθρωπο. Έχει τοποθετηθεί επικεφαλής του Υπουργείου Οικονομικών (του Υπουργείου που ασχολείται με τα Δημόσια Έσοδα και Έξοδα) ένας οικονομολόγος ο οποίος ακόμη και αν ήταν ο καλύτερος που υπάρχει ταιριάζει περισσότερο στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (το οποίο υποτίθεται πως είναι υπεύθυνο για τον σχεδιασμό της παραγωγικής βάσης της εθνικής μας οικονομίας). Βλέπουμε συνεπώς πως στην πορεία μεγάλο μέρος της ευθύνης (του βάρους) θα πέσει στους ώμους των Υφυπουργών και του Αναπληρωτή Υπουργού. Αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα είναι το γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών πρέπει να διαχειριστεί το νέο Μνημόνιο (όποιο εναλλακτικό όνομα και να του δώσουν δεν αλλάζει η ουσία) μεταξύ της Ε.Ε. και της Χώρας μας. Προσπαθώντας αποτυχημένα να ισορροπήσουν σε δύο βάρκες (αυτή της πραγματικότητας και αυτή της εσωτερικής αντιπολίτευσης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) ο Υπουργός Οικονομικών προβαίνει σε χαζές δηλώσεις τις οποίες απαγορεύεται να κάνει κάποιος με την δική του θέση.     

Για παράδειγμα και ενώ είναι δεδομένο ότι η εξέλιξη των οικονομικών μας δεικτών θα παρακολουθείται στενά από τις Βρυξέλλες ο κος Βαρουφάκης δηλώνει ότι: «σκόπιμα το κείμενο της συμφωνίας είναι ασαφές για να μην υπάρχει πίεση για συγκεκριμένους στόχους». Επίσης για το θέμα του «εξορθολογισμού του Φ.Π.Α» δηλώνει πώς «θα βρεί κάποια είδη τα οποία δεν επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό και θα τον αυξήσει σε αυτά για να βγάλει την υποχρέωση». Ειδικά η δεύτερη δήλωση είναι από τις πλέον κορυφαίες των «καφενειακού τύπου συζητήσεων» και συναγωνίζεται μόνο αυτή που έκανε οδηγός όταν τον Αύγουστο του 1992 αυξήθηκε η τιμή των καυσίμων κατά 50 Δραχμές εξαιτίας της αύξησης του Φόρου Κατανάλωσης. Τότε αυτός (και όχι μόνον) ο ατρόμητος Έλληνας οδηγός είχε δηλώσει πως: «Δεν με νοιάζει (η αύξηση). Εγώ 5.000 έβαζα πρίν, 5.000 θα βάζω και τώρα». Προφανώς αυτός ο «Ελληνάρας» είχε βρεί τότε -όπως και ο Βαρουφάκης σήμερα- κάποιον μαγικό τρόπο για να μπαίνει στο ρεζερβουάρ η ίδια ποσότητα καυσίμων με πρίν ανεξαρτήτως εννοείται της τιμής. Ούτε που περνά από το μυαλό του Υπουργού Οικονομικών ότι θα πρέπει να τεκμηριώσει τ’ αποτελέσματα των «μεταρρυθμίσεων» του (όπως της αύξησης του Φ.Π.Α. σε κάποια είδη) με νούμερα που θα δείχνουν αύξηση των Δημοσίων Εσόδων. Όπως και στις επιχειρήσεις έτσι και το Ελληνικό Κράτος θα πρέπει μέσω των Ισοζυγίων του ν’ αποδείξει την «επιτυχία» της ασκούμενης πολιτικής του.

Υποτίθεται όμως πως «λεφτά υπάρχουν» κυρίως στο εξωτερικό. Έτσι η επίσπευση των ελέγχων της «λίστας Λανγκάρντ» υποτίθεται ότι θ’ αποδώσει από δεκάδες έως εκατοντάδες(;) εκατομμύρια Ευρώ μέσα στη χρονιά (βλέπε εδώ). Αυτό πρακτικά θα σήμαινε πως το Σ.Δ.Ο.Ε. θα εργαζόταν νυχθημερόν μόνον για να ελέγξει τ’ άτομα της λίστας, αφήνοντας όλες τις άλλες δουλειές στην άκρη. Επίσης αυτό το τιτάνιο έργο θ’ απαιτούσε την σύντμηση των χρονικών ορίων τόσο του ελέγχου όσο και του χρονικού διαστήματος το οποίο έχει στην διάθεση του ο φορολογούμενος για να συλλέξει και να παρουσιάσει τα σχετικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι τα λεφτά που βγήκαν στο εξωτερικό έχουν φορολογηθεί ως εισόδημα. Προφανώς και ως «παρενέργεια» θ’ αυξηθούν οι υποθέσεις που οδηγούνται σε δικαστική επίλυση ως αποτέλεσμα της αμφισβήτησης του αποτελέσματος του ελέγχου από τον φορολογούμενο. Πιθανότατα σ’ αυτό να υπολογίζει και το Υπουργείο αφού για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να πληρωθεί προκαταβολικά το 50% του φόρου (και μετά ν’ ακολουθήσει η προσφυγή).

Επειδή όμως οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι αδυσώπητες οι εφορείες πρέπει να εισπράξουν ως το τέλος του χρόνου 48,4 δις Ευρώ από φόρους την πλειοψηφία των οποίων έχει επιβάλλει η προηγούμενη κυβέρνηση. Φυσικά κάποιοι από τους φόρους αυτούς θ’ αφορούν ελέγχους τους οποίους θα ξεκινήσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση σε τομείς οικονομικής δραστηριότητας με «υψηλή παραβατικότητα». Αυτό πρακτικά σημαίνει πώς αρκετοί ελεύθεροι επαγγελματίες θα φορολογηθούν παραπάνω απ’ όσο αντέχουν αυτή την στιγμή γιατί επιχείρησαν να μην χρεώσουν (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) τον Φ.Π.Α. στους πελάτες τους προκειμένου αυτοί να τους επιλέξουν έναντι των υπολοίπων επαγγελματιών του κλάδου τους. Προφανώς με τον τρόπο αυτόν διευκόλυναν την δική τους επιβίωση (και των οικογενειών τους) την ίδια στιγμή που βοηθούσαν τους πελάτες τους να πληρώνουν λιγότερα (αφού δεν τους χρέωναν τον Φ.Π.Α.). Βέβαια με το ισχύον φορολογικό πλαίσιο μόνον οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών όσων παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες. Συνεπώς ο φορολογούμενος ο οποίος ζητά απόδειξη από τον υδραυλικό το μόνο που κάνει στην πράξη είναι να επιβαρύνεται με τον Φ.Π.Α. Προσοχή! Εδώ δεν συζητάμε σχετικά με το δίκαιο και το άδικο. Το μόνο που μας ενδιαφέρει στο παρόν κείμενο είναι ότι καθένας μας υποτίθεται ότι λαμβάνει τις αποφάσεις του με μόνο του κριτήριο το προσωπικό του συμφέρον (ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται η Κλασική Οικονομική Θεωρία).                    

Ωστόσο το ποσό στόχος των 48,4 δις Ευρώ δείχνει την πίεση που υπάρχει στο Υπουργείο Οικονομικών για να μην «υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός». Αυτό το ποσό είναι δύσκολο να συγκεντρωθεί από τους φορολογούμενους στην παρούσα συγκυρία και αυτό δημιουργεί δυσκολίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού οι οποίες εντείνονται τόσο από τις πιέσεις των δανειστών μας όσο και από τον εσωτερικό αγώνα κυριαρχίας εντός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (πλήρη εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών) και μάλιστα σε μια περίοδο στην οποία θα πρέπει να «επανεκκινηθεί» η οικονομία».

Κοντολογίς το «στοίχημα» για την σημερινή «υπό προθεσμία» κυβέρνηση συνασπισμού είναι πόσο καιρό και με πόσες απώλειες θα καταφέρει ν’ αντέξει κάτω από διπλή εποπτεία. Από τη μια η Γερμανία και η Ε.Ε. με αιχμή του δόρατος την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και από την άλλη η εσωκομματική αντιπολίτευση με αιχμή του δόρατος κατά περίπτωση τους Λαφαζάνη, Γλέζο & Σία. Η κατάσταση είναι τέτοια που η κυβέρνηση επιχειρεί να την διαχειριστεί με λεκτικές ακροβασίες σχετικά με το γιατί δεν απαιτείται η έγκριση της «παράτασης» από την Βουλή (κάτι που αν το επιχειρούσε η προηγούμενη κυβέρνηση θα ήταν τουλάχιστον αξιοκατάκριτο) μη παραδεχόμενη ότι φοβάται την ψήφιση της από Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την καταψήφιση της από κυβερνητικούς βουλευτές. Ο όρος «υπό προθεσμία» επιλέχθηκε για να υποδηλώσει τη μήνα το μήνα (ανάλογα την ταμειακή ρευστότητα) επιβίωση της. Προφανώς μια κυβέρνηση με τέτοια χαρακτηριστικά χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη συμπαράσταση των πολιτών της. χρειάζεται πάνω απ’ όλα μετριοπάθεια, πραγματισμό μα πάνω απ’ όλα να παραδεχτεί πρώτα απ’ όλα η ίδια την αδυναμία της να συμβιβάσει όσα έλεγε ως αντιπολίτευση με την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε να είναι. Αυτό είναι και τι πιο δύσκολο έργο που έχει μπροστά της ειδικά αν κρίνουμε με βάση τα όσα ως αντιπολίτευση είχε πεί και καταλογίσει σε βάρος των πολιτικών της αντιπάλων. Στην προσπάθεια της αυτή δηλώσεις όπως αυτές του Πρωθυπουργού σχετικά με τον ρόλο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας κατά την διαπραγμάτευση της «επέκτασης της δανειακής σύμβασης» το μόνο που επιτυγχάνουν -εκτός από την πρόσκαιρη δημιουργία συγκίνησης στο κομματικό ακροατήριο- είναι να επιβεβαιώνουν την ρήση του Χρ. Σαρτζετάκη περί «ανάδελφου έθνους».        

 

Υ.Γ. Με την ως σήμερα «στρατηγική» της η κυβέρνηση κατορθώνει αυτό που ήθελαν όλοι οι υπόλοιποι στην Ε.Ε. Γίνεται το «μαύρο πρόβατο» πίσω από το οποίο κρύβουν όλοι οι υπόλοιποι τα δικά τους προβλήματα και την συνολική αποτυχία του τρόπου αντιμετώπισης της οικονομικής πλέον ύφεσης. Βάζουν μπροστά την Ελλάδα και τις αποτυχίες της στην εφαρμογή του προγράμματος της και εξαγοράζουν έτσι πολιτικό χρόνο επιβίωσης.      

 

02 Μάρτη 2015.
παρατηρητήριο.

Διαβάστηκε 5271 φορές
 
 
   
Βρίσκεστε εδώ: Αρχική Κείμενα Παρατηρητηρίου ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Η «ΕΠΑΝΕΚΙΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΕΛΙΓΜΩΝ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ.